ἀπόκροτος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(Bailly1_1)
(big3_6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui résonne à cause de sa dureté, dur, sec.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρότος]].
|btext=ος, ον :<br />qui résonne à cause de sa dureté, dur, sec.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρότος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[batido]], [[apisonado]] γῆ Th.7.27, Plu.2.2e, χωρίον X.<i>Eq</i>.7.15, τὸ [[ἔδαφος]] Hero <i>Aut</i>.2.1<br /><b class="num">•</b>en gener. [[duro]], [[rígido]] ὁπλαί Plu.2.98d, [[ἀρτηρία]] Gal.19.405<br /><b class="num">•</b>fig. λιθίνη καὶ ἀ. ψυχή Ph.2.165, cf. Ptol.<i>Tetr</i>.3.14.3, Epiph.Const.<i>Haer</i>.70.2.5 (p.234.16).<br /><b class="num">2</b> [[irrevocable]], [[inviolable]] de un documento [[ἀντιφώνησις]] <i>PFlor</i>.343.3 (V d.C.).<br /><b class="num">II</b> en ret. [[sonoro]] ὁ μὲν ἡρῷος ῥυθμός ἐστι σεμνὸς ἤτοι [[ἀπόκροτος]] Anon.<i>in Rh</i>.191.20, cf. 225.11.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[en firme]], [[irrevocablemente]], [[rígidamente]] ὀφείλω σοι καθαρῶς καὶ ἀ. <i>PMasp</i>.164.4, ὁρίζειν Epiph.Const.<i>Haer</i>.70.2 (p.234.9), ὀφείλειν καὶ χρεωστεῖν <i>PGrenf</i>.2.89.3 (VI d.C.), παρασχεῖν <i>SB</i> 9772.5, Hsch.s.u. [[διακρότως]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκροτος Medium diacritics: ἀπόκροτος Low diacritics: απόκροτος Capitals: ΑΠΟΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: apókrotos Transliteration B: apokrotos Transliteration C: apokrotos Beta Code: a)po/krotos

English (LSJ)

ον,

   A beaten or trodden hard, γῆ, χωρίον, Th.7.27, X.Eq. 7.15, cf. Hero Aut.2.1: generally, hard, χηλαὶ καὶ ὁπλαί Plu.2.98d: Medic., ἀρτηρία Gal.19.405; πῶρος ib.442: metaph., ψυχὴ λιθίνη καὶ ἀ. Ph.2.165, cf. Ptol. Tetr.155. Adv. -τως without fail, PGrenf.2.89.3 (vi A. D.), etc.; cf.Hsch. s.v. διακρότως.    II of style, sonorous, Anon.in Rh.191.20, 225.11.

German (Pape)

[Seite 309] hart, eigtl. festgestampft, von festem Boden, Thuc. 7, 27; χωρίον Xen. Equ. 7, 15; Sp.; Plut. καὶ τραχυτέρα γῆ educ. lib. 4 M.; von den harten Hufen der Pferde, ὁπλαὶ ἀπόκροτοι de fortuna p. 304; auch = steil, abschüssig, Hel.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκροτος: -ον, ὁ καλῶς πεπατημένος, τραχύς, στερεός, ἐπὶ ἐδάφους, γῆ, χωρίον, Θουκ. 7. 27, Ξεν. Ἱππ. 7. 15: - ἐν γένει, σκληρός, ἐπὶ τῶν ὀνύχων τῶν ζῴων, Πλούτ. 2. 98D: ἐπὶ σκληροῦ φύματος ἤ οἰδήματος, Παῦλ. Αἰγ.: - μεταφ. ψυχή λιθίνη καὶ ἀπόκροτος Φίλων 2. 165· πρβλ. σημ. Κοραῆ εἰς Ἡλιοδ. Αἰθ. τ. 2, σ. 288. -Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 813.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne à cause de sa dureté, dur, sec.
Étymologie: ἀπό, κρότος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1batido, apisonado γῆ Th.7.27, Plu.2.2e, χωρίον X.Eq.7.15, τὸ ἔδαφος Hero Aut.2.1
en gener. duro, rígido ὁπλαί Plu.2.98d, ἀρτηρία Gal.19.405
fig. λιθίνη καὶ ἀ. ψυχή Ph.2.165, cf. Ptol.Tetr.3.14.3, Epiph.Const.Haer.70.2.5 (p.234.16).
2 irrevocable, inviolable de un documento ἀντιφώνησις PFlor.343.3 (V d.C.).
II en ret. sonoro ὁ μὲν ἡρῷος ῥυθμός ἐστι σεμνὸς ἤτοι ἀπόκροτος Anon.in Rh.191.20, cf. 225.11.
III adv. -ως en firme, irrevocablemente, rígidamente ὀφείλω σοι καθαρῶς καὶ ἀ. PMasp.164.4, ὁρίζειν Epiph.Const.Haer.70.2 (p.234.9), ὀφείλειν καὶ χρεωστεῖν PGrenf.2.89.3 (VI d.C.), παρασχεῖν SB 9772.5, Hsch.s.u. διακρότως.