αἰπόλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(Autenrieth)
(big3_2)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[αἴξ]], [[πέλομαι]]): [[goat]]-[[herd]], herder.
|auten=([[αἴξ]], [[πέλομαι]]): [[goat]]-[[herd]], herder.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀείπολος]].<br />-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> αἴπολος <i>Prou.Bodl</i>.610<br /><b class="num">1</b> [[cabrero]] c. gen. αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες <i>Il</i>.2.474, Μελάνθιος <i>Od</i>.17.247, 369, cf. <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.974 (VI/V a.C.), más frec. sin gen. <i>Il</i>.4.275, Pl.<i>Lg</i>.639a, Theoc.5.110, <i>PSI</i> 380.8 (III a.C.), <i>PLond</i>.2011.3 (III a.C.), Plb.5.76.3, LXX <i>Am</i>.7.14, Luc.<i>Sacr</i>.12, Philostr.<i>VA</i> 2.5, Men.<i>Epit</i>.157, Nonn.<i>D</i>.1.474, 2.3<br /><b class="num">•</b>οἱ Αἰ. [[Los Cabreros]] tít. de una comedia de Alexis, Alex.8 (= Zen.6.11, donde se atribuye a Alejandro).<br /><b class="num">2</b> [[hermafrodita]] αἰ. ὁ ἑρμαφρόδιτος ὑπὸ Σινωπέων οὕτω καλεῖται Phot.α 636.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Compuesto de αἰγ- (cf. αἴξ) y de -πόλος (cf. πέλω).
}}
}}

Revision as of 12:08, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

αἰπόλος: ὁ, βοσκὸς αἰγῶν, αἰπόλος αἰγῶν, Ὀδ. Υ. 173· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 639Α: ἐν Ἡροδ. 2. 46· ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι, ὁ Schäfer διώρθωσεν οἱ κόλοι (τράγοι), πρβλ. Θεόκρ. 8. 51· (τὸ αἰ-πόλος, σαφῶς παράγεται ἐκ τοῦ αἰγο-πόλος, πρβλ. θαλαμηπόλος, θεηπόλος, μουσοπόλος· ἐκ √ΠΕΛ, √ΠΟΛ, αἱ ὁποῖαι φαίνονται ἐν τοῖς πέλομαι, πολέω, πολεύω, ἀναπολεύω, ἀμφίπολος καὶ συμφωνοῦσι κατὰ τὸ σημαινόμενον πρὸς τὰ Λατ. versari, colere. Εἶναι πιθανὸν ὅτι αἱ √ΠΟΛ καὶ √ΚΟΛ διαφέρουσιν ἁπλῶς κατὰ τύπον, πρβλ. στοιχεῖον Π π. ΙΙ, ὥστε τὸ βουκόλος = βουπόλος, καὶ τὸ αἰπόλος = αἰκόλος).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chevrier.
Étymologie: αἴξ, πολέω.

English (Autenrieth)

(αἴξ, πέλομαι): goat-herd, herder.

Spanish (DGE)

v. ἀείπολος.
-ου, ὁ

• Alolema(s): αἴπολος Prou.Bodl.610
1 cabrero c. gen. αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες Il.2.474, Μελάνθιος Od.17.247, 369, cf. IG 13.974 (VI/V a.C.), más frec. sin gen. Il.4.275, Pl.Lg.639a, Theoc.5.110, PSI 380.8 (III a.C.), PLond.2011.3 (III a.C.), Plb.5.76.3, LXX Am.7.14, Luc.Sacr.12, Philostr.VA 2.5, Men.Epit.157, Nonn.D.1.474, 2.3
οἱ Αἰ. Los Cabreros tít. de una comedia de Alexis, Alex.8 (= Zen.6.11, donde se atribuye a Alejandro).
2 hermafrodita αἰ. ὁ ἑρμαφρόδιτος ὑπὸ Σινωπέων οὕτω καλεῖται Phot.α 636.

• Etimología: Compuesto de αἰγ- (cf. αἴξ) y de -πόλος (cf. πέλω).