αἶσχος: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(Autenrieth) |
(big3_2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=εος: (1) [[ugliness]].—(2) [[disgrace]], [[reproach]], [[outrage]]; [[αἶσχος]], [[λώβη]] τε (Od. 18.225), αἴσχεα καὶ ὀνείδεα (Il. 3.342), αἴσχἐ [[ἀκούω]] (Il. 6.524), αἴσχεα πόλλ' ὁρόων (Od. 1.229). | |auten=εος: (1) [[ugliness]].—(2) [[disgrace]], [[reproach]], [[outrage]]; [[αἶσχος]], [[λώβη]] τε (Od. 18.225), αἴσχεα καὶ ὀνείδεα (Il. 3.342), αἴσχἐ [[ἀκούω]] (Il. 6.524), αἴσχεα πόλλ' ὁρόων (Od. 1.229). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εος, τό<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[crítica]], [[censura]] αἴσχεα δειδιότες καὶ ὀνείδεα <i>Il</i>.3.242, αἴσχε' [[ἀκούω]] <i>Il</i>.6.524, λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς <i>Il</i>.13.622, σοί κ' [[αἶσχος]] καὶ λώβη τε ... πέλοιτο <i>Od</i>.18.225, λώβην τε καὶ αἴσχεα πόλλ' ἀλεείνων <i>Od</i>.19.373, cf. Dionysius 32b.8.<br /><b class="num">2</b> [[vergüenza]], [[acción vergonzosa]] αἴσχεα πόλλ' ὁρόων <i>Od</i>.1.229<br /><b class="num">•</b>[[desgracia]] τί δ' οὐκ ἐμὸν ἔσσεται [[αἶσχος]]; A.R.3.797.<br /><b class="num">3</b> [[vergüenza como sentimiento]], [[mancha resultante]] οἷ τε κατ' [[αἶσχος]] ἔχευε <i>Od</i>.11.433, cf. A.R.4.367, πρὸς αἴσχεσιν ἄλγεα πάσχει Hes.<i>Op</i>.211, [[αἶσχος]] ἀπωσόμενοι Sol.2.8, αἴσχη τε Πέρσαις A.<i>Pers</i>.332, μηδ' [[αἶσχος]] ἡμῖν ... πράξωμεν A.<i>Supp</i>.1008, αἴσχεα πολλὰ φέρειν Thgn.388, κούρης αἴσχεα ... φεύγων Nonn.<i>D</i>.8.328, cf. Alc.75.5.<br /><b class="num">II</b> [[fealdad]], [[deformidad]] op. κάλλος Pl.<i>Smp</i>.201a, cf. 197b, ἐν τοῖς μέλεσι Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.121, c. gen. ψυχῆς Pl.<i>R</i>.444e, ὀνόματος Arist.<i>Rh</i>.1405<sup>b</sup>8, αἶσχός γε μὴν προσγίνεται περὶ τὴν κάτηξιν τῆς κληῖδος Hp.<i>Art</i>.14, σώματος Pl.<i>Lg</i>.646b, cf. Pl.<i>Sph</i>.228a, <i>Phd</i>.110e, τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνδρὸς ὑπερβάλλον αἴσχει X.<i>Cyr</i>.2.2.29, Luc.<i>DDeor</i>.18.2.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. gót. <i>aiwiski</i> ‘vergüenza’ aunque no puede deducirse un prototipo ide. satisfactorio. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 21 August 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A shame, disgrace, Hom. (freq. in pl., as Il.3.242), Hes.Op.211, Sol.3, A.Supp.1008, etc. 2 in pl., disgraceful deeds, Od.1.229. II ugliness, deformity, of mind or body, Pl.Smp. 201a, X.Cyr.2.2.29, etc. ; αἶ. περὶ τὴν κάτηξιν Hp.Art.14; αἶ. ὀνόματος Arist.Rh.1405b8.
Greek (Liddell-Scott)
αἶσχος: -εος, τό, αἰσχύνη, ἀτιμία, Ὅμ. (ὁ ὁποῖος πολλάκις ἔχει τὴν λέξ. κατὰ πληθυντ., ὡς ἐν Ἰλ. Γ. 242), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 211., Σόλων 3, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1008, κτλ. 2) κατὰ πληθυντ., αἰσχρά, ἄτιμα ἔργα, Ὀδ. Α. 229. ΙΙ. δυσμορφία, ἀσχημία, εἴτε τοῦ πνεύματος, εἴτε τοῦ σώματος, Πλάτ. Συμπ. 201Α, Ξεν. Κύρ. 2. 2 29, κτλ., αἶσχος περὶ τὴν κάτηξιν, Ἱππ. Ἄρθρ. 790· αἶσχος ὀνόματος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13
French (Bailly abrégé)
εος, att. ους (τό) :
1 honte, infamie ; τὰ αἴσχη actions honteuses;
2 laideur, difformité, aspect disgracieux.
Étymologie: αἰσχρός.
English (Autenrieth)
εος: (1) ugliness.—(2) disgrace, reproach, outrage; αἶσχος, λώβη τε (Od. 18.225), αἴσχεα καὶ ὀνείδεα (Il. 3.342), αἴσχἐ ἀκούω (Il. 6.524), αἴσχεα πόλλ' ὁρόων (Od. 1.229).
Spanish (DGE)
-εος, τό
I 1crítica, censura αἴσχεα δειδιότες καὶ ὀνείδεα Il.3.242, αἴσχε' ἀκούω Il.6.524, λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς Il.13.622, σοί κ' αἶσχος καὶ λώβη τε ... πέλοιτο Od.18.225, λώβην τε καὶ αἴσχεα πόλλ' ἀλεείνων Od.19.373, cf. Dionysius 32b.8.
2 vergüenza, acción vergonzosa αἴσχεα πόλλ' ὁρόων Od.1.229
•desgracia τί δ' οὐκ ἐμὸν ἔσσεται αἶσχος; A.R.3.797.
3 vergüenza como sentimiento, mancha resultante οἷ τε κατ' αἶσχος ἔχευε Od.11.433, cf. A.R.4.367, πρὸς αἴσχεσιν ἄλγεα πάσχει Hes.Op.211, αἶσχος ἀπωσόμενοι Sol.2.8, αἴσχη τε Πέρσαις A.Pers.332, μηδ' αἶσχος ἡμῖν ... πράξωμεν A.Supp.1008, αἴσχεα πολλὰ φέρειν Thgn.388, κούρης αἴσχεα ... φεύγων Nonn.D.8.328, cf. Alc.75.5.
II fealdad, deformidad op. κάλλος Pl.Smp.201a, cf. 197b, ἐν τοῖς μέλεσι Chrysipp.Stoic.3.121, c. gen. ψυχῆς Pl.R.444e, ὀνόματος Arist.Rh.1405b8, αἶσχός γε μὴν προσγίνεται περὶ τὴν κάτηξιν τῆς κληῖδος Hp.Art.14, σώματος Pl.Lg.646b, cf. Pl.Sph.228a, Phd.110e, τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνδρὸς ὑπερβάλλον αἴσχει X.Cyr.2.2.29, Luc.DDeor.18.2.
• Etimología: Cf. gót. aiwiski ‘vergüenza’ aunque no puede deducirse un prototipo ide. satisfactorio.