ἀναρίθμητος: Difference between revisions
θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat
(SL_1) |
(big3_4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ἀνᾰρίθμητος, -ον</b> <br /> <b>1</b> [[countless]] ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι (O. 7.25) | |sltr=<b>ἀνᾰρίθμητος, -ον</b> <br /> <b>1</b> [[countless]] ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι (O. 7.25) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[innumerable]] ἀμπλακίαι Pi.<i>O</i>.7.25, πόνοι Hdt.1.126, ἄνδρες Hdt.7.190, μυριάδες Ar.<i>V</i>.1011, προγόνων μυριάδες Pl.<i>Tht</i>.175a, cf. Plot.2.3.6, πλῆθος Plb.2.29.6, πρόβατα LXX 3<i>Re</i>.8.5, πάθη Longin.22.1, κακοί Phld.<i>Ir</i>.p.18<br /><b class="num">•</b>subst. κατέβαλλον πλήθεϊ ἀναριθμήτους τῶν Περσέων Hdt.7.211, ὥστε τῶν ἀναριθμήτων εἶναι δοκεῖν τὴν πᾶσαν τάξιν de modo que todo el grupo parece entrar en la categoría de las cosas innumerables</i> Arist.<i>Cael</i>.292<sup>a</sup>12.<br /><b class="num">2</b> [[inconmensurable]] ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος S.<i>Ai</i>.646.<br /><b class="num">II</b> [[no tenido en cuenta]], [[de clase baja]] op. εὐγενεῖς E.<i>Hel</i>.1679, <i>Io</i> 837.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[en innumerables sentidos]] Aët.<i>Synt</i>.p.359.13. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be counted, countless, Pi.O.7.25, Hdt.1.126, 7.190,211, al.; of time, immeasurable, S.Aj.646. 2 unregarded, E.Ion837, Hel.1679.
German (Pape)
[Seite 205] 1) unzählbar, unermeßlich, ἀμπλακίαι Pind. N. 7, 25; χρόνος Soph. Ai. 637; στρατιά Isocr. 4, 93; μυριάδες Plat. Theaet. 175 a;λεία Plut. Luc. 4. – 2) nicht gezählt, nicht geachtet, Eur. Ion. 837 Hel. 1695. – 3) akt., der nicht zählen kann?
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾰρίθμητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀριθμήσῃ, «ἀλογάριαστος» Πινδ. Ο. 7. 45, Ἡρόδ. 1. 126., 7. 190, 211, καὶ ἀλλ. καὶ Ἀττ.: ἐπὶ χρόνου, ἀμέτρητος, πολύς, ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος Σοφ. Αἴ. 646. 2) ὁ μὴ ἐναρίθμιος, ὁ μὴ «λογαριαζόμενος», ἀσήμαντος, ἀναρίθμητον, ἐκ δούλης τινὸς γυναικὸς Εὐρ. Ἴων. 837, Ἑλ. 1679.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 innombrable;
2 infini.
Étymologie: ἀ, ἀριθμέω.
English (Slater)
ἀνᾰρίθμητος, -ον
1 countless ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι (O. 7.25)
Spanish (DGE)
-ον
I 1innumerable ἀμπλακίαι Pi.O.7.25, πόνοι Hdt.1.126, ἄνδρες Hdt.7.190, μυριάδες Ar.V.1011, προγόνων μυριάδες Pl.Tht.175a, cf. Plot.2.3.6, πλῆθος Plb.2.29.6, πρόβατα LXX 3Re.8.5, πάθη Longin.22.1, κακοί Phld.Ir.p.18
•subst. κατέβαλλον πλήθεϊ ἀναριθμήτους τῶν Περσέων Hdt.7.211, ὥστε τῶν ἀναριθμήτων εἶναι δοκεῖν τὴν πᾶσαν τάξιν de modo que todo el grupo parece entrar en la categoría de las cosas innumerables Arist.Cael.292a12.
2 inconmensurable ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος S.Ai.646.
II no tenido en cuenta, de clase baja op. εὐγενεῖς E.Hel.1679, Io 837.
III adv. -ως en innumerables sentidos Aët.Synt.p.359.13.