ἀπαράτρεπτος: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(6_4) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαράτρεπτος''': ἀγύριστος, ἐπὶ ἱματίων «ἀπαράτρεπτα ἱμάτια τὰ καινὰ καὶ πρὶν ἢ γναφῆναι ἱμάτια» Α. Β. 29. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, [[ἄκαμπτος]], [[ἀδυσώπητος]], [[ἀμετάβλητος]], τὸ βέλτιστον ἀπαράτρεπτον καὶ ἀπαράβατον, Πλούτ. 2. 745D· αὐστηρῶς [[δίκαιος]], δικαστὴς [[Πολυδ]]. Η΄, 10. ― Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀντων. 1. 16. | |lstext='''ἀπαράτρεπτος''': ἀγύριστος, ἐπὶ ἱματίων «ἀπαράτρεπτα ἱμάτια τὰ καινὰ καὶ πρὶν ἢ γναφῆναι ἱμάτια» Α. Β. 29. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, [[ἄκαμπτος]], [[ἀδυσώπητος]], [[ἀμετάβλητος]], τὸ βέλτιστον ἀπαράτρεπτον καὶ ἀπαράβατον, Πλούτ. 2. 745D· αὐστηρῶς [[δίκαιος]], δικαστὴς [[Πολυδ]]. Η΄, 10. ― Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀντων. 1. 16. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no vuelto]] ἀ. ἱμάτια ropa a la que todavía no se le ha dado la vuelta, nueva</i> Phryn.<i>PS</i> 52.<br /><b class="num">2</b> [[no torcido]], [[no distorsionado]] de la verdad, Eun.Cyz.<i>Apol</i>.6 M.30.840C.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no puede ser desviado]], [[inflexible]] del tiempo, Dion.Alex. en Eus.<i>PE</i> 14.25.<br /><b class="num">2</b> de pers. o del carácter humano [[que no puede ser desviado o torcido]], [[incorruptible]], [[imparcial]] τὸ τοῦ θεοῦ ἀγαθόν <i>Disp.Phot</i>.M.88.565A, cf. Poll.8.10<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[incorruptibilidad]] Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.253.1.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sin desviarse]], [[con imparcialidad]] τὸ ἀ. εἰς τοῦ κατ' ἀξίαν ἀπονεμητικὸν ἑκάστῳ M.Ant.1.16.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
A not turned, of clothes, Phryn.PS p.52 B. II of laws, not to be perverted, Plu.2.745d; of persons, Poll.8.10. Adv. -τως M.Ant.1.16.1.
German (Pape)
[Seite 280] ungewandt, ἱμάτια B. A. p. 29, καινά; übertr., δικαστής, unerbittlich, Poll. 8, 10; adv. unabwendbar, M. Anton. 1, 16; neben ἀπαράβατος Plut. Symp. 9, 14, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράτρεπτος: ἀγύριστος, ἐπὶ ἱματίων «ἀπαράτρεπτα ἱμάτια τὰ καινὰ καὶ πρὶν ἢ γναφῆναι ἱμάτια» Α. Β. 29. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, ἄκαμπτος, ἀδυσώπητος, ἀμετάβλητος, τὸ βέλτιστον ἀπαράτρεπτον καὶ ἀπαράβατον, Πλούτ. 2. 745D· αὐστηρῶς δίκαιος, δικαστὴς Πολυδ. Η΄, 10. ― Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀντων. 1. 16.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no vuelto ἀ. ἱμάτια ropa a la que todavía no se le ha dado la vuelta, nueva Phryn.PS 52.
2 no torcido, no distorsionado de la verdad, Eun.Cyz.Apol.6 M.30.840C.
II 1que no puede ser desviado, inflexible del tiempo, Dion.Alex. en Eus.PE 14.25.
2 de pers. o del carácter humano que no puede ser desviado o torcido, incorruptible, imparcial τὸ τοῦ θεοῦ ἀγαθόν Disp.Phot.M.88.565A, cf. Poll.8.10
•subst. τὸ ἀ. incorruptibilidad Gr.Nyss.Hom.in Cant.253.1.
III adv. -ως sin desviarse, con imparcialidad τὸ ἀ. εἰς τοῦ κατ' ἀξίαν ἀπονεμητικὸν ἑκάστῳ M.Ant.1.16.1.