ἀπομαντεύομαι: Difference between revisions
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
(Bailly1_1) |
(big3_6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=conjecturer ; prédire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μαντεύω]]. | |btext=conjecturer ; prédire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μαντεύω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[presagiar]], [[intuir]], [[adivinar]] c. ac. u or. complet. τὸ μέλλον ἥξειν Pl.<i>R</i>.516d, cf. 505e, ὥσπερ ἀπομεμαντευμένα, ὡς [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]] οὐ δύναται εἰδέναι Plot.5.5.12, τοῦτο Ὅμηρος ... ἀπεμαντεύσατο Iul.<i>Or</i>.11.149c<br /><b class="num">•</b>c. doble ac. τρίτον ... τι τὸ ὄν Pl.<i>Sph</i>.250c<br /><b class="num">•</b>abs., Pl.<i>Ly</i>.216d<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῆς διανοίας [[αὐτοῦ]] Gal.13.473, τῆς γνώμης [[αὐτοῦ]] Gal.15.204.<br /><b class="num">2</b> [[hablar irracionalmente]], [[desvariar]] πολλὰ καὶ δεινά D.C.59.9.3, καὶ ἀπομαντευόμενος λέγεις ὅ τι ἄν σοι ἐπὶ θυμὸν ἔλθοι Iust.Phil.<i>Dial</i>.9.1, cf. Didym.M.39.984B. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 21 August 2017
English (LSJ)
A divine by instinct, presage, τὸ μέλλον ἥξειν Pl.R.516d; τι εἶναι ib.505e; τρίτον ἀ. τι τὸ ὄν Id.Sph.250c, cf. Plot.5.5.12, Jul. Or.4.149c.
German (Pape)
[Seite 314] Dep. med., woraus ahnen, vermuthen, Plat. Lys. 216 d Soph. 205 c u. öfter; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομαντεύομαι: ἀποθ. προαγγέλλω ὡς προφήτης, προλέγω, προφητεύω, τὸ μέλλον ἥξειν Πλάτ. Πολ. 516D· τι εἶναι αὐτόθι 505Ε· ὡς τρίτον ἀπ. τι τὸ ὄν ὁ αὐτ. Σοφ. 250C. Τὸ οὐσιαστ. ἀπομάντευμα, Ἱππ. Ἐπιστ. 4.
French (Bailly abrégé)
conjecturer ; prédire.
Étymologie: ἀπό, μαντεύω.
Spanish (DGE)
1 presagiar, intuir, adivinar c. ac. u or. complet. τὸ μέλλον ἥξειν Pl.R.516d, cf. 505e, ὥσπερ ἀπομεμαντευμένα, ὡς ἄνευ αὐτοῦ οὐ δύναται εἰδέναι Plot.5.5.12, τοῦτο Ὅμηρος ... ἀπεμαντεύσατο Iul.Or.11.149c
•c. doble ac. τρίτον ... τι τὸ ὄν Pl.Sph.250c
•abs., Pl.Ly.216d
•c. gen. τῆς διανοίας αὐτοῦ Gal.13.473, τῆς γνώμης αὐτοῦ Gal.15.204.
2 hablar irracionalmente, desvariar πολλὰ καὶ δεινά D.C.59.9.3, καὶ ἀπομαντευόμενος λέγεις ὅ τι ἄν σοι ἐπὶ θυμὸν ἔλθοι Iust.Phil.Dial.9.1, cf. Didym.M.39.984B.