διαμορφόω: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
(Bailly1_2)
(big3_11)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />donner une forme, façonner.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μορφόω]].
|btext=-ῶ :<br />donner une forme, façonner.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μορφόω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[dar forma]], [[configurar]] τὴν ψυχὴν πρὸς δόκιμον [[εἶδος]] Ph.2.368, δρῦν ... ὥσπερ τρόπαιον Plu.<i>Rom</i>.16, γῆν ... ταῖς σαῖς χερσί Gr.Nyss.<i>V.Macr</i>.397.8, ἐκ γῆς μὲν αὐτῷ ... τὸ σῶμα Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.328A, ἡ φαντασία ... τὸ σχῆμα ἀφ' ἑαυτῆς Simp.<i>in de An</i>.214.9, cf. Syrian.<i>in Metaph</i>.140.2, Eustr.<i>in APo</i>.93.5, en v. pas. θᾶσσον διαμορφοῦται τὸ ἄρρεν τοῦ θήλεος Ath.Med. en Orib.<i>Inc</i>.16.4, λέγει δὲ τὴν ὕλην διαμορφωθῆναι ὑπὸ τῆς ψυχῆς Plu.2.1030e<br /><b class="num">•</b>de la voz [[articular]] τὸ σχῆμα τῆς φωνῆς ... διαμεμορφωμένον Plu.2.722c.<br /><b class="num">2</b> [[representar alegóricamente]] τὰ τοῖς ἀρχαίοις συμβεβηκότα ... εἰς τύπον τῶν νοητῶν Cyr.Al.M.68.149C, ἐν εἴδει τῷ γυναικὸς ... τὴν ... ἀρετήν Cyr.Al.M.68.377B, cf. Thdt.<i>Eran</i>.225.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμορφόω Medium diacritics: διαμορφόω Low diacritics: διαμορφόω Capitals: ΔΙΑΜΟΡΦΟΩ
Transliteration A: diamorphóō Transliteration B: diamorphoō Transliteration C: diamorfoo Beta Code: diamorfo/w

English (LSJ)

   A give form to, shape, ψυχὴν πρὸς εἶδος Ph.2.368; δρῦν ὥσπερ τρόπαιον Plu.Rom.16:—Pass., διαμεμορφωμένος articulate, Id.2.722c, cf. Ath.Med. ap. Orib.22.9.4.

German (Pape)

[Seite 590] gestalten, δρῦν ὥσπερ τρόπαιον, Plut. Rom. 17, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

διαμορφόω: δίδω μορφὴν εἴς τι, σχηματίζω, Πλούτ. 2. 722C, κλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
donner une forme, façonner.
Étymologie: διά, μορφόω.

Spanish (DGE)

1 dar forma, configurar τὴν ψυχὴν πρὸς δόκιμον εἶδος Ph.2.368, δρῦν ... ὥσπερ τρόπαιον Plu.Rom.16, γῆν ... ταῖς σαῖς χερσί Gr.Nyss.V.Macr.397.8, ἐκ γῆς μὲν αὐτῷ ... τὸ σῶμα Bas.Sel.Or.M.85.328A, ἡ φαντασία ... τὸ σχῆμα ἀφ' ἑαυτῆς Simp.in de An.214.9, cf. Syrian.in Metaph.140.2, Eustr.in APo.93.5, en v. pas. θᾶσσον διαμορφοῦται τὸ ἄρρεν τοῦ θήλεος Ath.Med. en Orib.Inc.16.4, λέγει δὲ τὴν ὕλην διαμορφωθῆναι ὑπὸ τῆς ψυχῆς Plu.2.1030e
de la voz articular τὸ σχῆμα τῆς φωνῆς ... διαμεμορφωμένον Plu.2.722c.
2 representar alegóricamente τὰ τοῖς ἀρχαίοις συμβεβηκότα ... εἰς τύπον τῶν νοητῶν Cyr.Al.M.68.149C, ἐν εἴδει τῷ γυναικὸς ... τὴν ... ἀρετήν Cyr.Al.M.68.377B, cf. Thdt.Eran.225.