ἀγαλλιάω: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(big3_1) |
(abb-1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=gener. en v. med. [[regocijarse]], [[exultar]] c. el culto ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἠγαλλιάσαντο ἐπὶ θεόν LXX <i>Ps</i>.83.3, ἀγαλλιάσθωσαν ἐνώπιον τοῦ θεοῦ LXX <i>Ps</i>.67.4, ἡ δὲ ψυχή μου ἀγαλλιάσεται ἐπὶ τῷ κυρίῳ LXX <i>Ps</i>.34.9, en el júbilo mesiánico ἀγαλλιᾷ ἡ καρδία μου ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου LXX <i>Ps</i>.12.6, cf. Ign.<i>Magn</i>.1.1<br /><b class="num">•</b>ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου LXX <i>Ps</i>.15.9, <i>Act.Ap</i>.2.26, cf. LXX <i>Ps</i>.50.16, ἠγαλλιάσαντο αἱ θυγατέρες τῆς Ἰουδαίας LXX <i>Ps</i>.96.8, cf. 47.12, χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε <i>Eu.Matt</i>.5.12<br /><b class="num">•</b>c. personificaciones ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ LXX <i>Pa</i>.1.16.31, <i>Ps</i>.95.11, 96.1, <i>Is</i>.49.13, cf. Gr.Nyss.<i>Res</i>.319.22, τὰ ξύλα LXX <i>Ps</i>.95.12, ἔρημος LXX <i>Is</i>.35.1<br /><b class="num">•</b>c. ac. ἀ. τὴν δικαιοσύνην LXX <i>Ps</i>.50.16, 1<i>Ep.Clem</i>.18.15, (τὸν βασιλέα) LXX <i>To</i>.13.9BA<br /><b class="num">•</b>por la inspiración profética ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ καὶ εἶπεν <i>Eu.Luc</i>.10.21<br /><b class="num">•</b>tb. en v. act. [[regocijarse]] χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιῶμεν <i>Apoc</i>.19.7, cf. <i>Eu.Luc</i>.1.47, <i>POxy</i>.1592.4 (III/IV d.C.), Chrys.M.63.230. | |dgtxt=gener. en v. med. [[regocijarse]], [[exultar]] c. el culto ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἠγαλλιάσαντο ἐπὶ θεόν LXX <i>Ps</i>.83.3, ἀγαλλιάσθωσαν ἐνώπιον τοῦ θεοῦ LXX <i>Ps</i>.67.4, ἡ δὲ ψυχή μου ἀγαλλιάσεται ἐπὶ τῷ κυρίῳ LXX <i>Ps</i>.34.9, en el júbilo mesiánico ἀγαλλιᾷ ἡ καρδία μου ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου LXX <i>Ps</i>.12.6, cf. Ign.<i>Magn</i>.1.1<br /><b class="num">•</b>ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου LXX <i>Ps</i>.15.9, <i>Act.Ap</i>.2.26, cf. LXX <i>Ps</i>.50.16, ἠγαλλιάσαντο αἱ θυγατέρες τῆς Ἰουδαίας LXX <i>Ps</i>.96.8, cf. 47.12, χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε <i>Eu.Matt</i>.5.12<br /><b class="num">•</b>c. personificaciones ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ LXX <i>Pa</i>.1.16.31, <i>Ps</i>.95.11, 96.1, <i>Is</i>.49.13, cf. Gr.Nyss.<i>Res</i>.319.22, τὰ ξύλα LXX <i>Ps</i>.95.12, ἔρημος LXX <i>Is</i>.35.1<br /><b class="num">•</b>c. ac. ἀ. τὴν δικαιοσύνην LXX <i>Ps</i>.50.16, 1<i>Ep.Clem</i>.18.15, (τὸν βασιλέα) LXX <i>To</i>.13.9BA<br /><b class="num">•</b>por la inspiración profética ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ καὶ εἶπεν <i>Eu.Luc</i>.10.21<br /><b class="num">•</b>tb. en v. act. [[regocijarse]] χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιῶμεν <i>Apoc</i>.19.7, cf. <i>Eu.Luc</i>.1.47, <i>POxy</i>.1592.4 (III/IV d.C.), Chrys.M.63.230. | ||
}} | |||
{{Abbott | |||
|astxt=† [[ἀγαλλιάω]], -ῶ, Hellenistic form of cl. [[ἀγάλλω]], to glorify, mid. -ομαι, to exult in; [in LXX (most freq. in Pss.) chiefly for גיל, רנן pi.;] <br />to exult, rejoice greatly: seq. [[ἐπί]], c. dat., Lk 1:47; c. dat. mod., I Pe 1:8, Re 19:7. Mid., with same sense: Mt 5:12, Lk 10:21, Ac 2:26, 16:34, I Pe 4:13; seq. [[ἵνα]], Jo 8:56; ἐν, Jo 5:35 (1 aor. pass. perh. as mid.; but v. Mozley, Psalter, 5), I Pe 1:6 (Cremer, 590). † | |||
}} | }} |
Revision as of 15:08, 25 August 2017
English (LSJ)
late form of ἀγάλλομαι,
A rejoice exceedingly, Apoc.19.7 (v.l. ἀγαλλιώμεθα) ; ἠγαλλίᾱσα Ev.Luc.1.47, cf. POxy.1592.4 (iii/iv A.D.):—more common as Dep. ἀγαλλιάομαι, LXX Is.12.6, al.: fut. -άσομαι Ps.5.11: aor. ἠγαλλιᾱσάμην Ps.15(16).2, Ev.Jo.8.56; ἠγαλλιάσθην ib.5.35.—This family of words seems also to have been used in malam partem, ἀγαλλιάζει· λοιδορεῖται, ἀγάλλιος· λοίδορος, ἀγαλμός· λοιδορία, Hsch., cf. EM7.8.
German (Pape)
[Seite 7] (ἀγάλλω), sich freuen, jauchzen, Luc. 1, 47; LXX. – Häufiger im med., N. T., neben χαίρειν Matth. 5, 12; aor. ἠγαλλιάσατο Act. 16, 34; ἀγαλλιαθῆναι Ioh. 5, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαλλιάω: μεταγεν. τύπος τοῦ ἀγάλλομαι - χαίρω καθ’ ὑπερβολήν. Ἀποκάλ. ιθ΄, 7, (ἄλλη γραφ. ἀγγαλλιώμεθα): ἠγαλλίᾱσα, Εὐαγ. Λουκ. α΄, 47: - συνηθέστερον ὡς ἀποθ. ἀγαλλιάομαι ἢ ἀγαλλιάζομαι, Π. Δ.: μέλλ. -άσομαι αὐτ.: ἀόρ. ἠγαλλιᾱσάμην, Ψαλμ. ιε΄, 9, Εὐαγ. Ἰω. η΄, 56. Ὡσαύτως ἠγαλλιάσθην, Εὐαγ. Ἰω. ε΄, 35. - Ἀλλὰ καὶ αὕτη τῶν λέξεων ἡ οἰκογένεια φαίνεται ὅτι ἦτο ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ κακῷ, ἀγαλλιάζει, λοιδορεῖται· ἀγαλμός, λοιδορία· ἀγάλλιος, λοίδορος, Ἡσύχ. πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 7, 8· ἔν τινι, ἐπί τινι.
Spanish (DGE)
gener. en v. med. regocijarse, exultar c. el culto ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἠγαλλιάσαντο ἐπὶ θεόν LXX Ps.83.3, ἀγαλλιάσθωσαν ἐνώπιον τοῦ θεοῦ LXX Ps.67.4, ἡ δὲ ψυχή μου ἀγαλλιάσεται ἐπὶ τῷ κυρίῳ LXX Ps.34.9, en el júbilo mesiánico ἀγαλλιᾷ ἡ καρδία μου ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου LXX Ps.12.6, cf. Ign.Magn.1.1
•ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου LXX Ps.15.9, Act.Ap.2.26, cf. LXX Ps.50.16, ἠγαλλιάσαντο αἱ θυγατέρες τῆς Ἰουδαίας LXX Ps.96.8, cf. 47.12, χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε Eu.Matt.5.12
•c. personificaciones ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ LXX Pa.1.16.31, Ps.95.11, 96.1, Is.49.13, cf. Gr.Nyss.Res.319.22, τὰ ξύλα LXX Ps.95.12, ἔρημος LXX Is.35.1
•c. ac. ἀ. τὴν δικαιοσύνην LXX Ps.50.16, 1Ep.Clem.18.15, (τὸν βασιλέα) LXX To.13.9BA
•por la inspiración profética ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ καὶ εἶπεν Eu.Luc.10.21
•tb. en v. act. regocijarse χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιῶμεν Apoc.19.7, cf. Eu.Luc.1.47, POxy.1592.4 (III/IV d.C.), Chrys.M.63.230.
English (Abbott-Smith)
† ἀγαλλιάω, -ῶ, Hellenistic form of cl. ἀγάλλω, to glorify, mid. -ομαι, to exult in; [in LXX (most freq. in Pss.) chiefly for גיל, רנן pi.;]
to exult, rejoice greatly: seq. ἐπί, c. dat., Lk 1:47; c. dat. mod., I Pe 1:8, Re 19:7. Mid., with same sense: Mt 5:12, Lk 10:21, Ac 2:26, 16:34, I Pe 4:13; seq. ἵνα, Jo 8:56; ἐν, Jo 5:35 (1 aor. pass. perh. as mid.; but v. Mozley, Psalter, 5), I Pe 1:6 (Cremer, 590). †