λυμαίνομαι: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(6_1) |
(strοng) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῡμαίνομαι''': ([[λῦμα]]) [[καθαρίζω]] ἀπὸ ῥύπου, ἴδε [[ἀπολυμαίνομαι]]. | |lstext='''λῡμαίνομαι''': ([[λῦμα]]) [[καθαρίζω]] ἀπὸ ῥύπου, ἴδε [[ἀπολυμαίνομαι]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=[[middle]] [[voice]] from a [[probably]] derivative of [[λύω]] ([[meaning]] [[filth]]); [[properly]], to [[soil]], i.e. ([[figuratively]]) [[insult]] ([[maltreat]]): [[make]] havock of. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:43, 25 August 2017
English (LSJ)
(A), (λῦμα A)
A cleanse from dirt, of fullers, Hp.Vict.1.14; v. ἀπολυμαίνομαι.
λῡμ-αίνομαι (B), fut.
A λῡμᾰνοῦμαι Isoc.11.49, D.24.1, etc.: aor. ἐλῡμηνάμην Hp.VM20 (v.l. -αίνετο), Hdt.8.28, E.Andr.719, Isoc.20.12, etc.: also with pass. forms, part. λυμανθέν A.Ch.290: pf. λελύμασμαι (3sg. λελύμανται D.9.36, 21.173); part. -ασμένος X.HG7.5.18, D.45.27; inf. λελυμάνθαι Id.20.142, PPetr.3p.57 (iii B. C.): cf. διαλυμαίνομαι: some of these forms are also used in pass. sense, v. infr. 11: (λύμη):—outrage, maltreat, esp. of personal injuries, scourging, binding, etc. (cf. D.23.33), but also in moral sense:—Constr.: 1 c. acc., outrage, maltreat, ὅτι τὸν ξεῖνον . . δήσας λυμαίνοιτο Hdt.5.33; τὴν ἵππον ἐλυμήναντο ἀνηκέστως Id.8.28; ὀργῇ χάριν δούς, ἥ σ' ἀεὶ λυμαίνεται S.OC855; λ. λέχη dishonour... E.Ba.354: c. acc. cogn. added, τοιαῦτα . . Σοφοκλέης λυμαίνεται . . ἐμὲ τὸν Τηρέα Ar.Av.100; λύμης ἥν μ' ἐλυμήνω πάρος E.Hel.1099; also in Att. Prose, λ. νόμους Lys.30. 26, cf. D.18.312; τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου the speeches you used to murder (as an actor), ib.267; later simply, harm, injure, βλασφημεῖν καὶ -εσθαι τὸν σοφόν Phld.Lib.p.10 O., cf. Ir.p.33 W.; of things, spoil, ruin, νοῦσος λ. τὸ σῶμα Hp.Morb.Sacr.11, cf. VM6; τὰ -όμενα γαστέρας καὶ κεφαλὰς καὶ ψυχάς X.Mem.1.3.6; ὀψοποιΐα λ. τὰ ὄψα ib.3.14.5; λ. τὴν οἰκίαν Is.6.18; τοὺς χυλούς Thphr.CP6.17.5; τὰ παρόντα Epicur. Sent.Vat.35; θλίβει καὶ λ. τὸ μακάριον Arist.EN1100b28; λ. τοῦ ἀραχνίου spoil part of it, Id.HA623a20. 2 c. dat., inflict indignities or outrages upon, νεκρῷ Hdt.1.214,9.79; μειρακίοις Ar.Nu. 928 (anap.); ἡ ὕβρις τοῖς ὅλοις πράγμασι λ. Isoc.20.9; ἡ κακία λ. τοῖς ὅλοις D.18.303; λ. τῇ καταστάσει X.HG2.3.26; τῇ ἑαυτοῦ δόξῃ ib.7.5.18; πονηροὶ . . αὑτοῖς -αίνονται Epicur.Sent.Vat.53; τοῖς . . προῃρημένοις POxy.1409.21 (iii A. D.).—The constr. with dat. is considered strictly Att., Sch.Ar.Nu.925; but X. almost always uses the acc., which is freq. also in the Oratt.; Pl. does not use the word at all. 3 abs., cause ruin, ὅσα μετ' ἐλπίδων λυμαίνεται Th.5.103; πᾶν τὸ λυμαινόμενόν ἐστιν ἔνδοθεν Men.540.3; cause damage, IG5(2).6.16 (Tegea, iv B. C.); also, inflict punishment, ib. 5 (1). 1390.26 (Andania, i B. C.). 4 c. dat. modi, λυμαίνεσθαι [τινα] λύμῃσι ἀνηκέστοισι treat with the worst ill-treatment, Hdt.6.12; γλῶτταν ἡδοναῖς λ. defile it, Ar.Eq.1284. 5 c. neut. Adj., τἆλλα πάντα λυμαίνεσθαι inflict all possible indignities, Hdt.3.16; αὐτῷ τάδ' ἄλλα Βάκχιος λ. E.Ba.632 (troch.), cf. Ar.Av.100 (supr.1.1). II Act. λυμαίνω, only late, Lib. Decl.13.6; but λυμαίνομαι is sts. Pass., δεδεμένος καὶ -όμενος Antipho 5.63; ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν λυμαίνεσθε Lys.28.14; πλάστιγγι λυμανθὲν δέμας A.Ch.290; λελυμάνθαι D.20.142; λελυμασμένος Paus.7.5.4, 10.15.4; ἐλελύμαντο D.C.39.11; cf. διαλυμαίνομαι 11.
Greek (Liddell-Scott)
λῡμαίνομαι: (λῦμα) καθαρίζω ἀπὸ ῥύπου, ἴδε ἀπολυμαίνομαι.
English (Strong)
middle voice from a probably derivative of λύω (meaning filth); properly, to soil, i.e. (figuratively) insult (maltreat): make havock of.