σάρκινος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(Bailly1_4) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> de chair;<br /><b>2</b> rempli de chair, charnu.<br />'''Étymologie:''' [[σάρξ]]. | |btext=η, ον :<br /><b>1</b> de chair;<br /><b>2</b> rempli de chair, charnu.<br />'''Étymologie:''' [[σάρξ]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[σάρξ]]; [[similar]] to [[flesh]], i.e. (by [[analogy]]) [[soft]]: [[fleshly]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:47, 25 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A of or like flesh, fleshy, σ. ὄζος (v. ὄζος) σ. [μέρη] fleshy parts, such as the gums, Arist.HA 493a1; made of flesh (and blood), Id.EN1117b5; ἄνθρωποι θνατοὶ καὶ σ. Hipparch. ap. Stob.4.44.81, cf. Phld.D.3 Fr.6, Sign.34; σ. ἰχθῦς (opp. a dream) Theoc.21.66; τοῖς τὸ χρήσιμον καὶ σ. καὶ ὠφέλιμον [ἔχουσι τῶν λόγων] substantial, Plu.2.79c. 2 made of gut, σχοινία PLond.3.1177.169 (ii A.D.). 3 fleshly, of the flesh, Ep. Hebr.7.16, v.l. in Ep.Rom.7.14. II fleshy, corpulent, Ar.Fr.711, Eup.387; σώματα Pl.Lg.906c. III σάρκινος ἤτοι γυργαθός, perh. = σαργάνη 2, Edict.Diocl.32.18.
German (Pape)
[Seite 863] 1) von Fleisch, fleischern, Plat. Legg. X, 906 c. – 2) fleischig, wohlbeleibt; Arist. eth. 3, 12; Pol. 39, 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
σάρκῐνος: -η, -ον, (σὰρξ) ὁ ἐκ σαρκὸς ἢ ὅμοιος πρὸς σάρκα, σαρκώδης, κρεάτινος, σ. ὄζος (ἴδε ἐν λέξ. ὄζος)· σ. μόρια, σαρκώδη μέρη, οἷον ἡ γλῶσσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· ἄνθρωποι θνητοὶ καὶ σ. Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 573. 40· σ. ἰχθὺς (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ὄνειρον), Θεόκρ. 21. 66· τὸ σ. τῶν λόγων, ἡ πραγματικὴ ἢ ὑλικὴ αὐτῶν σπουδαιότης καὶ σημασία, Πλούτ. 2. 79C. - Ἐπίρρ. -νως, Κλήμ. Ἀλ. 938, Ὠριγέν., κτλ. 2) = σαρκικὸς ΙΙ, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 16, Ἐκκλ. ΙΙ. ὁ πολλὴν ἔχων σάρκα, πολύσαρκος, «σωματώδης», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 504, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 100· σώματα Πλάτ. Νόμ. 906C· πύκται Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 9, 3.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 de chair;
2 rempli de chair, charnu.
Étymologie: σάρξ.
English (Strong)
from σάρξ; similar to flesh, i.e. (by analogy) soft: fleshly.