αλυχτομανώ
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
(-άω)
1. αλυχτώ, γαβγίζω με μανία
2. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλυχτώ + β΄ συνθ. -μανώ. ΠΑΡ νεοελλ. αλυχτομανητό, αλυχτομανιό].