ἀμετάγνωστος

From LSJ
Revision as of 10:59, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάγνωστος Medium diacritics: ἀμετάγνωστος Low diacritics: αμετάγνωστος Capitals: ΑΜΕΤΑΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: ametágnōstos Transliteration B: ametagnōstos Transliteration C: ametagnostos Beta Code: a)meta/gnwstos

English (LSJ)

ον, unalterable, implacable, μῖσος J. AJ 16.10.1.
not to be repented of, ἡδονή Max.Tyr. 1.4.

German (Pape)

[Seite 122] nicht zu bereuen, ἡδονή Max. Tyr.; aber μῖσος (worüber man seine Meinung nicht ändert), unversöhnlicher Haß, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάγνωστος: -ον, ἀμετάβλητος, ἄκαμπτος, ἀδυσώπητος, μῖσος Ἰωσήπ. Α. Ι. 1510.1. Περὶ οὗ δὲν λαμβάνει τις ἀφορμὴν νὰ μετανοήσῃ, ἡδονὴ Μάξ. Τίρ. 1. 4.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [pero -όν Fronto 1.276]
1 inmutable Poll.6.116, Gloss.2.84.
2 de sentimientos negativos implacable μῖσος I.AI 16.308
del placer que no produce arrepentimiento, que no pesa ἡδονή Max.Tyr.30.4
subst. τὸ ἀ. falta de arrepentimiento τοῖς δὲ μικροῖς δώροις τό τε συνεχὲς πρόσεστιν καὶ τὸ ἀμεταγνωστόν para los regalos pequeños existe la continuidad y la falta de arrepentimiento Fronto 1.276.

Greek Monolingual

ἀμετάγνωστος, -ον (Α) μεταγιγνώσκω
αυτός που δεν μετανοεί, αμετανόητος, άκαμπτος
2. αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί κανείς.