ἄναλμος
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
English (LSJ)
ον,
A not salted, X.Oec.20.12.
German (Pape)
[Seite 196] ungesalzen, Xen. Oec. 20, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἄναλμος: -ον, ἐπὶ γῆς, ἡ μὴ ἁλμώδης, ἡ μὴ ἔχουσα ἁλμυρὰν ἰκμάδα, τοῖς ἀνάλμοις ὑγροῖς τε καὶ ξηροῖς Ξεν. Οἰκ. 20. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non salé.
Étymologie: ἀ, ἅλμη.
Spanish (DGE)
-ον
no salobre, sin salde substancias c. las que mitigar la salobridad de un terreno, X.Oec.20.12.
Greek Monolingual
ἄναλμος, -ον (Α) ἅλμη
αυτός που δεν περιέχει αλάτι, ο ανάλατος.