δικαίωση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM δικαίωσις) δικαιώ
απόδοση δικαιοσύνης
μσν.- νεοελλ.
επιβεβαίωση
νεοελλ.
1. απόδειξη, πραγματοποίηση προβλέψεως
2. δικαιολογία της υπάρξεως («δεν υπάρχει δικαίωση για τη ζωή μας»)
αρχ.
1. καταδίκη, τιμωρία
2. υπεράσπιση δικαίου, αθώωση
3. δίκαιη ή φαινομενικά δίκαιη απαίτηση, αξίωση
4. υποκειμενική, αυθαίρετη γνώμη για το δίκαιο («καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων εἰς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει» — κατά τη γνώμη τους, Θουκ.)
5. εκκλ. η λύτρωση από την αμαρτία, η σωτηρία της ψυχής.