δυσοσμία
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
ἡ,
A an ill smell, S.Ph.876, Fr.538, Luc.Tox.29; -ῑη Man.4.270.
German (Pape)
[Seite 685] ἡ, häßlicher Geruch, Gestank; Soph. Phil. 864; Ar. Ach. 817 u. Sp., wie Maneth. 4, 270, die auch die ion. Form δυσοδμία gebrauchen.
Greek (Liddell-Scott)
δυσοσμία: ἡ, κακὴ ὀσμή, Σοφ. Φ. 876, Ἀποσπ. 483.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvaise odeur.
Étymologie: δύσοσμος.
Spanish (DGE)
(δῠσοσμία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Man.4.270; δυσοδμία App.BC 4.40, Ph.1.484, D.P.Au.1.5, Epiph.Const.Haer.26.1.2, 14.1; δυσοδμίη Hp.Nat.Mul.65
mal olor, hedor βοῆς τε καὶ δυσοσμίας γέμων S.Ph.876, cf. Fr.538, Hp.l.c., de las mujeres lemnias, Apollod.1.9.17, Sch.Pi.P.4.88b, τοῦ οἰκήματος Luc.Tox.29, νεκρῶν ἰχθύων δ. Ph.l.c., cf. D.S.31.9, App.l.c., Poll.2.75, τῶν τεθνηκότων D.P.l.c., cf. Man.l.c.
•fig. ἐπισείεσθαι ἡμῖν τῶν αἱρέσεων ἀρχηγοὺς ὥσπερ ... ὀχλήσεις τε καὶ δυσοδμίας Epiph.Const.Haer.26.1.2, ἀποκλεῖσαι τὸν βυθὸν τῆς δυσοδμίας ταύτης Epiph.Const.Haer.26.14.1.
Greek Monolingual
η (Α δυσοσμία και -ίη και δυσοδμία)
δυσάρεστη οσμή, κακοσμία, βρόμα.
Greek Monotonic
δυσοσμία: ἡ, άσχημη μυρωδιά, δυσάρεστη οσμή, κακοσμία, αποφορά, σε Σοφ.