χωριάτης

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

ο, ΝΜ, θηλ. χωριάτα και χωριάτισσα, Ν
κάτοικος χωριού, χωρικός
νεοελλ.
1. μτφ. άνθρωπος αγροίκος, απολίτιστος, άξεστος
2. παροιμ. φρ. α) «ο χωριάτης κι αν πλουτήνει, το τσαρούχι δεν τ' αφήνει» — δηλώνει ότι οι πολύχρονες συνήθειες δεν ξεχνιούνται εύκολα
β) «χωριάτης άγιος κι αν γενεί, να μην τον προσκυνήσεις» και «χωριάτης εγεννήθηκε, ματσούκα πελεκιέται» — λέγεται για όσους εκ φύσεως είναι ανάξιοι κάθε εκτίμησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρίον / χωριό + κατάλ. -άτης (πρβλ. αγώγι: αγωγι-άτης)].