αγάλλομαι

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

(Α ἀγάλλομαι και ενεργ. ἀγάλλω)
χαίρομαι, ευφραίνομαι
αρχ.
1. δοξάζω, εκθειάζω, εξυμνώ
2. (και μέσ. με ενεργ. σημ.) τιμώ κάποιον
3. στολίζω
4. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, κομπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγαλός, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το ἀγα-, ἄγαμαι ή το ἀγανός.
ΠΑΡ. ἀγαλλιῶ, ἄγαλμα.