τετράεδρος

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράεδρος Medium diacritics: τετράεδρος Low diacritics: τετράεδρος Capitals: ΤΕΤΡΑΕΔΡΟΣ
Transliteration A: tetráedros Transliteration B: tetraedros Transliteration C: tetraedros Beta Code: tetra/edros

English (LSJ)

ον,

   A having four faces, πυραμίδες Iamb.in Nic.p.93 P.: Subst. -εδρον, τό, Hero *Deff.99, Papp.352.12, Theol.Ar. 24.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράεδρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις έδρες («τετράεδροι πυραμίδες», Ιάμβλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράεδρο(ν)
πυραμίδα με τριγωνική βάση (α. «κανονικό τετράεδρο» — τετράεδρο του οποίου οι έδρες είναι τέσσερα ίσα ισόπλευρα τρίγωνα
β. «τετράεδρον, ὅ ἐστι πυραμίς», Ήρων)
νεοελλ.
φρ. α) «ορθόκεντρο τετραέδρου»
μαθημ. το σημείο στο οποίο τέμνονται τα τέσσερα ύψη του τετραέδρου
β) «θεωρία τετραέδρου»
γεωλ. θεωρία για την κατανομή της ξηράς και της θάλασσας, σύμφωνα με την οποία οι τέσσερεις ωκεανοί της Γης καταλαμβάνουν τις ισάριθμες πλευρές ενός τετραέδρου που έχει τέσσερα εξογκώματα στις θέσεις τών ακμών του, από τα οποία τρία εξογκώματα στο βόρειο ημισφαίριο και ένα στον νότιο πόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. οκτά-εδρος].