ἐπινοητής
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A inventive person, περὶ τὰς ἐδωδάς M.Ant.1.16.
German (Pape)
[Seite 966] ὁ, der Etwas ausdenkt, M. Anton. 1, 16 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινοητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπινοῶν, δίδων προσοχὴν εἴς τι, οὐ περὶ τὰς ἐδωδὰς ἐπινοητὴς Μ. Ἀντών. 1. 16.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui pense à, soucieux de.
Étymologie: ἐπινοέω.
Greek Monolingual
ο (AM ἐπινοητής, θηλ. ἐπινοήτρια) επινοώ
1. αυτός που επινοεί, ο εφευρέτης
2. αυτός που δίνει προσοχή σε κάτι.