τήκω

From LSJ
Revision as of 19:19, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τήκω Medium diacritics: τήκω Low diacritics: τήκω Capitals: ΤΗΚΩ
Transliteration A: tḗkō Transliteration B: tēkō Transliteration C: tiko Beta Code: th/kw

English (LSJ)

A.Fr.300.5, etc., Dor. τάκω [ᾱ] S.El.123 (lyr.), Theoc.2.28: fut.

   A τήξω AP5.277 (Agath.), (συν-) E.IA398 (troch.); Dor. 2sg. ταξεῖς (κατα-) Theoc.Ep.6.1: aor. ἔτηξα Hdt.3.96, (κατ-) Od.19.206, etc.: pf. τέτηκα, in intr. sense, Il.3.176, etc.; Dor. τέτᾱκα E.Supp. 1141 (lyr.), (προσ-) S.Tr.836 (lyr.): plpf. ἐτετήκειν X.An.4.5.15:— Med., fut. τήξομαι (but in pass. sense) Hp.Flat.12: aor. ἐτηξάμην Nic.Al.63,164,350:—Pass., fut. τᾰκήσομαι LXX Le.26.39, al., Anacreont.10.16, (συν-) Plu.2.752e: aor. ἐτάκην [ᾰ] E.Hel.3, Pl.Phdr. 251b, Ti.83a; freq. in compds. ἐξ-, ἐν-, συν-; rarely ἐτήχθην, Hp. Morb.4.57, Pl.Ti.61b, once in Trag., συντηχθείς E.Supp.1029 (lyr.): pf. τέτηγμαι Plu.2.106d, AP5.272 (Agath.); but in early Gr. the pf. and plpf. Pass. are supplied by the intr. Act. pf. and plpf. τέτηκα, ἐτετήκειν (v. supr.).    I Act., melt, melt down (trans.), of metals, Hdt.3.96, etc.; τ. πετραίαν χιόνα A.l.c.; bring clouds down in rain, Hdt.2.25; dissolve, Pl.Ti.60e,84d, Gal.13.523, etc.    2 metaph., dissolve, cause to waste or pine away, μὴ θυμὸν τῆκε let it not melt or pine away, Od.19.264; τίν' αεὶ τάκεις ὧδ' ἀκόρετον οἰμωγὰν τὸν Ἀγαμέμνονα; (i.e. τί ὧδε τήκει οἰμώζουσα τὸν Ἀγ.;) S.El.123 (lyr.); τ. βιοτάν E.Med.141 (anap.); σῶμα Pl.R.609c; τ. καὶ λείβει [τὸ θυμοειδές] ib.411b; τ. ἧπαρ Call.Aet.Oxy.2079.8; διαφορεῖν καὶ τ. [σάρκα] carry off and reduce superfluous flesh, Gal.6.96, cf. Vict. Att.1; ἡ ταχεῖα κίνησις τὴν θερμασίαν ἐπὶ πλέον αὐξάνουσα τήκει τὸ σῶμα Id.15.191; ἔρωτες τήξουσιν κραδίην AP5.277 (Agath.).    II Pass., with intr. pf. Act. τέτηκα, melt, be dissolved, melt away, of snow, thaw, χιὼν τηκομένη Od.19.207; ῥέειν ἀπὸ τηκομένης χιόνος Hdt.2.22; λευκῆς τακείσης χιόνος E.Hel.3; ἡνίκ' ἂν τακῇ χιών Id.Fr.228.4; τὴν χιόνα τετηκέναι X.An.4.5.15; of metals, ἐτήκετο κασσίτερος ὥς Hes.Th.862; σίδηρος . . πυρὶ κηλέῳ τήκεται ib.866; also τετηκότα (sc. κρέα) sodden flesh, E.Cyc.246; ἄλφιτα πυρὶ τ. is consumed, Theoc.2.18; τήκεται κοιλίη, merely, is relaxed, Hp.Aër.7; of putrefying flesh, fall away, Pl.Ti.82e; of a corpse, κατθανὼν ἐτήκετο S.Ant.906; κηκὶς μηρίων ἐτήκετο ib.1008; πυρὸς τετακότας σποδῷ E.Supp.1141 (lyr.); εἰς τοῦτο τετηκυῖα resolved into... Pl.Ti. 85d; στοιχεῖα καυσούμενα τήκεται 2 Ep.Pet.3.12; of fat, τακείσης πιμελῆς Gal.6.192, cf. 18(2).140; of food in the digestive organs, τήκεται μὲν ἡ πρότερον ῥηθεῖσα [πτισάνη], ἡ δ' ἑτέρα δύστηκτός ἐστι Id.6.784.    2 metaph., melt or waste away, pine, κλαίουσα τέτηκα Il.3.176; τήκετο χρώς Od.19.204; τήκετο καλὰ παρήϊα δάκρυ χεούσης ib.208; ἐν νούσῳ . . δηρὸν τηκόμενος 5.396; τ. νούσῳ Hdt.3.99, cf. Theoc.1.66,82, etc.; Ὀδυσσεὺς τήκετο was moved to tears, Od.8.522; κλαίω, τέτηκα S.El.283; μὴ λίαν τάκου E.Med.159 (lyr.); ψυχὴν ἐτήκου Id.Heracl.645, cf. El.208 (lyr.); ἐτάκευ βασκαίνων Theoc.5.12; τὸ κάλλος ἐτάκετο Id.2.83; come to naught, δόξαι . . τακόμεναι κατὰ γᾶν μινύθουσιν A.Eu.374 (lyr.); ἐπί τινι τακείς consumed for love of... AP7.31 (Diosc.), cf. Luc.DMeretr.12.1; βλέμμα τηκόμενον a languishing look, Plu.Ant.53. (Cf. Lat. τᾱβες, OE. pawian 'thaw', Slav. tajati 'melt'.)

German (Pape)

[Seite 1105] fut. τήξω, trans., machen, daß Etwas zerfließt, schmelzen, bes. Metalle, Her. 3, 96; χιόνα, Aesch. frg. 299; τήκει καὶ λείβει, Plat. Rep. III, 411 b; καὶ διόλλυσι, X, 609 c, wie Tim. 83 a; Ggstz von πήγνυμι, Plut. Symp. 6 a. E. – Uebrtr., θυμόν, das Herz in Trauer verzehren, Od. 19, 264; τίν' ἀεὶ τάκεις ὧδ' ἀκόρεστον οἰμωγὰν – Ἀγαμέμνονα, Soph. El. 122; τήξουσιν ἔρωτες κραδίην, Agath. 2 (V, 278). – Pass. τήκομαι, aor. ἐτάκην, seltener ἐτήχθην, wie Plat. Tim. 61 b, fut. τακήσομαι, intr., zerschmelzen, fließend werden, zerfließen; Hes. Th. 862. 866; κηκὶς μηρίων ἐτήκετο, Soph. Ant. 995; verwesen, εἰ ποσις μοι κατθανὼν ἐτήκετο, 897; u. übertr., sich verzehren, vergehen, bes. von Krankheit, Gram oder Sehnsucht; bei Hom. in Vrbdg mit Weinen, so daß man an die eigentliche Bdtg erinnert wird, in Thränen zerfließen u. sich abhärmen: Ὀδυσσεὺς τήκετο, δάκρυ δ' ἔδευεν παρειάς, Od. 8, 522, wie 19, 204 ff. τήκετο χρώς, τήκετο καλὰ παρήϊα δακρυχεούσης mit dem Schmelzen des Schnees verglichen wird; Sp., ὄμμα τέτηκται, Agath. 13 (V, 273); vgl. Theocr. 1, 66. 82. 2, 18. 28; τηκόμενος νούσῳ, Her. 3, 99; u. übertr., δόξαι τακόμεναι κατὰ γᾶν μινύθουσιν ἄτιμοι, Aesch. Eum. 352; Plat. u. Folgde; τὰ μήτε σηπόμενα, μήτε τηκόμενα, Xen. Mem. 3, 1, 7. – Das perf. τέτηκα hat dieselbe intr. Bedeutung, geschmolzen sein; κρέα τετηκότα, Eur. Cycl. 246; auch πῦρ τετακός, Suppl. 1146, erloschen; übertr., κλαίουσα τέτηκα, Il. 3, 126; κλαίω, τέτηκα, Soph. El. 275; Sp., τετηκὸς ἀργύριον, Pol. 11, 24, 11; übertr., τετηκυῖα ἐπὶ σοί, Luc. Meretr. Dial. 12.