ευτέλεια

From LSJ
Revision as of 20:00, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) ευτελής
1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή
2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότηταευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.)
μσν.
1. περιφρόνηση, καταφρόνηση
2. (με καλή σημ.) ταπεινότητα, μετριοφροσύνη
αρχ.
1. (συν. με φρ. που έχουν επιρρμ. έννοια) οικονομία, λιτότητα, απλότητα («φιλοκαλοῦμεν μετ' εὐτελείας», Θουκ.)
2. φρ. «εἰς εὐτέλειαν»
α) φθηνά, άσχημα, κακώς
β) (για πράγματα) αυτό που πωλείται σε χαμηλή τιμή, της φθήνιας, το φθηνό.