εὔσχιστος

From LSJ
Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσχιστος Medium diacritics: εὔσχιστος Low diacritics: εύσχιστος Capitals: ΕΥΣΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eúschistos Transliteration B: euschistos Transliteration C: eyschistos Beta Code: eu)/sxistos

English (LSJ)

ον,

   A easy to split, Thphr.HP5.6.3, Dsc.5.127.    2 well-split, of a pen, AP6.227 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1101] poet. auch ἐΰσχιστος, wohl gespalten, leicht zu spalten, Theophr.; ῥοιή Crinag. 6 (VI, 232); κέρατα id. (VI, 227).

Greek (Liddell-Scott)

εὔσχιστος: -ον, εὐκόλως σχιζόμενος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6. 3, Ἀνθ. Π. 6. 227.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien fendu ; facile à fendre.
Étymologie: εὖ, σχίζω.

Greek Monolingual

εὔσχιστος, -ον (ΑΜ)
1. ευκολόσχιστος
2. (για τον κάλαμο της γραφίδας) αυτός που είναι καλά σχισμένος στο οξύ άκρο, καλοσχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιστός (< σχίζω)].

Greek Monotonic

εὔσχιστος: -ον, αυτός που διαιρείται εύκολα, σε Ανθ.