αιμοβόρος

From LSJ
Revision as of 22:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498

Greek Monolingual

-α, -ο (Α αἱμοβόρος, -ον)
αυτός που τρέφεται με αίμα, που ρουφά αίμα
νεοελλ.
1. αιμοδιψής, αιμοχαρής, κακούργος
2. επιθετικός, άγριος
αρχ.
1. (για έντομα) αυτός που απομυζά αίμα
2. (για τα φίδια) αυτός που δεν χορταίνει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + -βορος < βορά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αιμοβορία, αιμοβόρικος].