ζῳοτύπος

From LSJ
Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳοτύπος Medium diacritics: ζῳοτύπος Low diacritics: ζωοτύπος Capitals: ΖΩΟΤΥΠΟΣ
Transliteration A: zōiotýpos Transliteration B: zōotypos Transliteration C: zootypos Beta Code: zw|otu/pos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A modelling animals from life, Nonn.D.5.527, Man. 4.343: generally, modelling to the life, of a sculptor, AP15.1.

German (Pape)

[Seite 1144] Thiere abformend, abbildend, Nonn. D. 5, 527.

Greek Monolingual

ζῳοτύπος, -ον (Α)
1. αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ' απομίμηση της φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη)
2. (για ποιητή) αυτός που περιγράφει κάτι ζωηρά και πιστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1. από ζω(ο)- (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2. < ζω(ο)- (Ι) + -τυπος (< τύπος), πρβλ. αρχέ-τυπος, ζηλό-τυπος].

Greek Monotonic

ζῳοτύπος: [ῠ], -ον, αυτός που αποτυπώνει μέσω των εικαστικών τεχνών τη ζωή, αυτός που απεικονίζει τη ζωή ή τη φύση, την αναπαριστά εικαστικά, σε Ανθ.