ίμερος

From LSJ
Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

Greek Monolingual

ὁ (Α ἵμερος)
έντονος πόθος, λαχτάρα, σφοδρή επιθυμία για σαρκική απόλαυση
αρχ.
1. έντονη επιθυμία για κάτι ή για κάποιον (α. «σίτου... ἵμερος» — επιθυμία για φαγητό, αίσθημα πείνας
β. «ἵμερος γόου» — πόθος να κλάψει κανείς για να ξεσπάσει
2. ως κύριο όν. ὁ Ἵμερος
θεϊκή ύπαρξη που ανήκει στον κύκλο του Έρωτα και της Αφροδίτης
3. φρ. α) «ἵμερον ἔχω» ή «ἵμερος ἔχει με» — ιμείρομαι, επιθυμώ πολύ
β) «πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι» (πολλές παρορμήσεις και συναισθήματα συγκεντρώνονται σ' ένα σημείο, Αισχύλ.)
γ) «γλυκὺς ἵμερος» — ο έρωτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ἵμερος < si-smero-s < si-smer-ye/o (> ἱμείρω), οπότε πρόκειται για μεταρρηματικό παρ. του ρ. ἱμείρω. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. smarati «θυμάμαι» και αβεστ. -šmarәnt- «προσέχοντας, με προσοχή».
ΠΑΡ. αρχ. ιμερόεις, ιμερώδης.
ΣΥΝΘ. (Α΄ συνθετικό) αρχ. ιμεράμπυξ, ιμερόγυιος, ιμεροδερκής, ιμεροθαλής, ιμερόνους, ιμεράπνους, ιμερόφρων, ιμερόφωνος. (Β΄ συνθετικό) αρχ. δυσίμερος, εφίμερος, πανίμερος.