ισχναίνω

From LSJ
Revision as of 10:03, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰσχναίνω)
κάνω κάποιον ισχνό, λεπτύνω, λιγοστεύω
νεοελλ.
γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω
αρχ.
1. (για ταρίχευση) αποξηραίνω, στεγνώνω
2. αφαιρώ τα περιττά, εκλεπτύνω, εξευγενίζω
3. (για σωματικό πόνο) ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω
4. παθ. ἰσχναίνομαι
υφίσταμαι ίσχνανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + κατάλ. -αίνω (πρβλ. γλυκ-αίνω, λευκ-αίνω)].