καταιγίδα
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
Greek Monolingual
η (AM καταιγίς, -ίδος)
ραγδαία βροχή με σφοδρό άνεμο, αστραπές και κεραυνούς, θύελλα
μσν.
(για τις ορέξεις και τα πάθη) ορμή, σφοδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ-αιγίζω].