κεραυνοφόρος

From LSJ
Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοφόρος Medium diacritics: κεραυνοφόρος Low diacritics: κεραυνοφόρος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: keraunophóros Transliteration B: keraunophoros Transliteration C: keravnoforos Beta Code: keraunofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A wielding the thunderbolt, Ἔρως Plu.Alc.16, cf. 2.335a; κ. στρατόπεδον Legio XII Fulminata, D.C.55.23: as Subst., title of a priest at Seleucia in Pieria, OGl1245.47 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1423] den Donnerkeil tragend; Ἔρως Plut. Alcib. 16; a. Sp.; στρατόπεδον, legio fulminatrix, D. Cass. 55, 23.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοφόρος: -ον, ὁ φέρων τὸν κεραυνόν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 16., 2. 335A· μεταφορ., στρατόπεδον κεραυνοφόρον, legio fulminatrix, Δίων Κ. 55. 23, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4458.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte la foudre.
Étymologie: κεραυνός, φέρω.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (ΑΜ κεραυνοφόρος, -ον)
αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («χεῑρες κεραυνοφόροι», Κάλβ.)
μσν.
αυτός που δρα αστραπιαία και αποτελεσματικά
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. κεραυνοφόρος
τίτλος ιερέα στη Σελεύκεια της Πιερίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κεραυνοφόρος: -ον, αυτός που χειρίζεται τον κεραυνό, σε Πλούτ.