κνέωρον
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
τό, = sq., Dsc.4.172, Plin.HN13.114, Hsch. II pudenda muliebria, Phot., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1459] τό, = Folgdm, Hesych., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κνέωρον: τό, = κνῆστρον ΙΙ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4, Διοσκ. 4. 173, Πλίν., Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον μόριον, Φώτ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κνέωρον, το (Α)
1. είδος φυτού, κνέωρος
2. (κατά τον Ησύχ.) το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κνέωρος].