κουνώ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
-άω (Μ κουνῶ, κουνάω)
κινώ, σείω, ταλαντεύω κάτι («κουνώ το δέντρο»)
νεοελλ.
1. μετατοπίζομαι («δεν το κουνάω από δω»)
2. κλυδωνίζομαι («το πλοίο κουνάει»)
3. μετατοπίζω κάτι, μετακινώ, αλλάζω θέση («μην κουνήσεις τίποτε από δω μέσα»)
4. μέσ. κουνιέμαι
α) βιάζομαι, κάνω γρήγορα («κουνήσου, γιατί θα χάσουμε το τρένο»)
β) βρίσκομαι σε ζωτικότητα ή σε δραστηριότητα («άρχισε να κουνιέται λίγο η δουλειά τους»)
γ) λυγίζω προκλητικά το σώμα καθώς περπατώ, ακκίζομαι
5. φρ. «κουνήσου απ' τη θέση σου» — προτροπή για σιωπή προς αυτούς που προλέγουν κακά
6. παροιμ. α) «όσο τά κουνάς θολώνουν» — όσο ερευνάς ύποπτες υποθέσεις τόσο ανακαλύπτεις μεγαλύτερες βρομιές
β) «όποιος κουνιέται δεν πεθαίνει
αυτός που εργάζεται, που βρίσκεται σε δραστηριότητα, ζει, επιβιώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινῶ, πιθ. με επίδραση της λ. κούνια].