κρυπτικός

From LSJ
Revision as of 16:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυπτικός Medium diacritics: κρυπτικός Low diacritics: κρυπτικός Capitals: ΚΡΥΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kryptikós Transliteration B: kryptikos Transliteration C: kryptikos Beta Code: kruptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A obscuring, Alex.Aphr.in Top. 528.12, 530.1. Adv. -κῶς, πυνθάνεσθαι Arist.Top.156a14; εἰπεῖν Alex.Aphr.in SE100.10.

German (Pape)

[Seite 1515] zum Verbergen, Verstecken geschickt, geeignet, Sp., auch adv., κρυπτικῶς πυνθάνεσθαι, hinterlistig, Arist. topic. 8, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἀπόκρυψιν, Ἀλέξ. Ἀφρ. ἐν Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 6. ― Ἐπιρρ., κρυπτικῶς πυνθάνεσθαι Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 7, πρβλ. κρύπτω Ι. 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κρυπτικός -ή, -όν) κρυπτός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κρύπτες τών χριστιανών
2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται στις κρύπτες ενός οργάνου («κρυπτική αμυγδαλίτιδα»)
3. φρ. βιολ. «κρυπτικός χρωματισμός» — χρωματισμός που χρησιμεύει σε διάφορα ζώα για την απόκρυψή τους ή για την παραπλάνηση τών εχθρών τους
4. (το αρσ. πληθ. ως κύριο ον) οι Κρυπτικοί
λουθηρανική αίρεση κατά τον 17ο αιώνα
αρχ.
κρυπτήριος. Επιρρ. κρυπτικώς (Α)
με κρυπτικό τρόπο.