μαυρώνω
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
Greek Monolingual
(ΑM μαυρῶ, -όω, Μ και μαυρώνω)
μαυρίζω, αμαυρώνω, θαμπώνω, τυφλώνω
μσν.
1. σκοτεινιάζω
2. μτφ. θλίβομαι, υποφέρω, δυστυχώ
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρωμένος,-η, -ον
μαυρειδερός, μελαψός
αρχ.
1. καθιστώ κάποιον αδύνατο, ανίσχυρο («κρατερὸν ὄνθ' ὅμως μαυροῡμεν ὑφ' αἵματος νέου», Αισχύλ.)
2. μτφ. καθιστώ κάποιον ή κάτι σκοτεινό, αφανές, αφαιρώ τη λάμψη, τη δόξα ή την τιμή από κάποιον ή από κάτι («ῥεῑα δὲ μιν μαυροῦσι θεοί», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μαυρόω, -ῶ < ἀμαυρόω, -ῶ].