ἀκτινοειδής

From LSJ
Revision as of 11:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτῑνοειδής Medium diacritics: ἀκτινοειδής Low diacritics: ακτινοειδής Capitals: ΑΚΤΙΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: aktinoeidḗs Transliteration B: aktinoeidēs Transliteration C: aktinoeidis Beta Code: a)ktinoeidh/s

English (LSJ)

ές,    A = ἀκτινώδης, στέφανοι Ph.2.559; τρίχες Horap. 1.17. Adv. -δως Gal.19.171, Steph.in Hp.1.144 D., al.

German (Pape)

[Seite 86] ές, strahlenartig, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτῑνοειδής: -ες, = ἀκτινώδης, Φίλων 2. 559.

Spanish (DGE)

-ές
1 parecido a los rayos de sol στέφανοι Ph.2.559, τρίχες Horap.1.17, φυλλάδων ἐκφύσεις Cyr.H.Catech.15.20, cf. Socr.Sch.HE 3.20.14.
2 adv. -ῶς de forma parecida a los rayos de sol ἡ ψυχή ... τείνασα ἑαυτὴν ἀ. Gal.19.171, διαλάμπεσθαι ἀ. Steph.in Hp.Progn.164.11.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκτινοειδής)
αυτός που έχει σχήμα ακτίνας, ο όμοιος με ακτίνα, ακτινωτός
αρχ.
λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτὶς (-ίνα) + -εἰδὴς < εἶδος.