ἀλαζονεύομαι

From LSJ
Revision as of 17:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist

Menander, Monostichoi, 376
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλαζονεύομαι Medium diacritics: ἀλαζονεύομαι Low diacritics: αλαζονεύομαι Capitals: ΑΛΑΖΟΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: alazoneúomai Transliteration B: alazoneuomai Transliteration C: alazoneyomai Beta Code: a)lazoneu/omai

English (LSJ)

fut.

   A -εύσομαι D.36.41: (ἀλαζών): —make false pretensions, brag, Ar.Ra.280, Lys.Fr.73; of the Sophists, X.Mem.1.7.5, etc.; περί τινος Eup.146b, Isoc.12.74; ἐπί τινι Aristipp. ap. D.L. 2.73.    2 feign, Pl.Hp.Mi.371a; τὰ ἤθη ἀ. Arist.Oec.1344a19.

German (Pape)

[Seite 88] med., lügnerisch prahlen, von sich Unwahres rühmen; von den Sophisten, Isocr. 13, 1; περί τινος 10; Xen. Cyr. 2, 2, 11 Mem. 1, 7, 5; Arist. öfter, z. B. Eth. Nic. 4, 7; Sp.; ἐπί τινι D. L. 2, 73.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαζονεύομαι: μέλλ. -εύσομαι, ἀποθ.: (ἀλαζών) = κομπάζω, κομπορρημονῶ, Λυσ. Ἀποσπ. 42., Πλάτ. Ἱππ. Ἑλ. 371Α, ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 5, κτλ., περί τινος, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 10, Ἰσοκρ. 293Β. 2) μετ’ αἰτ., ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

faire le fanfaron, se vanter.
Étymologie: ἀλαζών.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): act. ἀλαζονεύω Aesop.218.1

• Prosodia: [ᾰ-]
1 jactarse, alardear, fanfarronear abs., Ar.Ra.280, Au.825, Lys.Fr.47, D.36.41, op. μετρίως διαλέγεσθαι Isoc.12.74, 13.1, de los sofistas, X.Mem.1.7.5, Arist.EN 1127b17, cf. LXX Pr.25.6, Fauorin.De Ex.10.22, Ph.1.551, Aesop.33, D.Chr.43.2, D.C.44.38.4
c. constr. prep. περὶ τῶν μετεώρων Eup.157, Isoc.13.10, ὑπὲρ οὗ λέγουσι ταῦτα καὶ ἀλαζονεύονται X.Cyr.2.2.11, ἐπὶ δελφῖνος ἔργοις ἀ. Aristipp.117, raro en v. act. ἐπὶ τούτῳ ἀλαζονεύουσα Aesop.218.1, οἱ ἐν λόγοις ἀλαζονευσάμενοι Critol.34
c. part. pred. ὁ κύων δὲ τὸν κώδωνα δι' ἀγορῆς σείων ἠλαζονεύετο Babr.104.5, ἀ. ὡς δὴ καὶ αὐτὸς σεμνός τις ὤν Cleom.2.1.476
c. ac. de cosa presumir de ταῦτα Aeschin.3.218, χρήματα Hdn.2.7.2, cf. 1Ep.Clem.2.1
c. ac. de cosa y pred. τὴν μείωσιν τῆς σαρκὸς μαρτύριον ἐκλογῆς ἀλαζονεύεσθαι Ep.Diog.4.4
c. ac. de pers. y pred. πατέρα θεόν jactarse de tener a Dios por padre LXX Sap.2.16.
2 fingir Pl.Hp.Mi.371a
c. ac. τὰ ἤθη Arist.Oec.1344a19.

Greek Monolingual

ἀλαζονεύομαι)
είμαι αλαζόνας, προσπαθώ να εμφανίζομαι ως σπουδαίος, υπερηφανεύομαι, κομπορρημονώ
αρχ.
υποκρίνομαι, προσποιούμαι, παριστάνω κάτι ψευδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαζών -όνος.
ΠΑΡ. αλαζονεία, αλαζόνευμα].

Greek Monotonic

ἀλαζονεύομαι: μέλ. -εύσομαι· αποθ.· (ἀλαζώνκομπάζω, κομπορρημονώ, λέγεται για τους Σοφιστές, σε Ξεν.