αναδεξιμιός
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
Greek Monolingual
ο και αναδεξίμι, το (θηλ. -ιά) (Μ ἀναδεξιμαῖος)
1. αυτός τον οποίο αναδέχεται κάποιος κατά το βάπτισμα από την κολυμπήθρα, βαφτιστήρι, βαφτισιμιός
2. αυτός που παντρεύθηκε, σε σχέση με τον κουμπάρο που αλλάζει τα στέφανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀναδεξιμαῖος < αόρ. ἀνεδεξάμην του ἀναδέχομαι.