ἀνακόλλημα

From LSJ
Revision as of 14:58, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακόλλημα Medium diacritics: ἀνακόλλημα Low diacritics: ανακόλλημα Capitals: ΑΝΑΚΟΛΛΗΜΑ
Transliteration A: anakóllēma Transliteration B: anakollēma Transliteration C: anakollima Beta Code: a)nako/llhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A adhesive plaster, Dsc.2.135, Aët.7.70.

German (Pape)

[Seite 193] τό, das Angeleimte, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακόλλημα: τό, τὸ ἐπικεκολλημένον, Διοσκ. 2. 164.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
venda o emplasto adhesivo Dsc.2.135, Eup.1.50, Asclep.Iun. en Gal.12.726, Heraclid. en Gal.12.741, Crit.Hist. en Gal.13.788, Aët.7.70.

Greek Monolingual

το (Α ἀνακόλλημα) ἀνακολλῶ
αυτό που κολλιέται επάνω σε κάποια επιφάνεια και ειδικότερα το έμπλαστρο που κολλιέται επάνω στο δέρμα για θεραπευτικούς λόγους, κατάπλασμα, μπλάστρι.