ανανεώνω

From LSJ
Revision as of 16:25, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

Greek Monolingual

(Μ ἀνανεώνω) και ἀνανεῶ (-όω) (Α ἀνανεῶ) (Ν και ανανιώνω, Α ἀνανεοῦμαι, -όομαι)
κάνω κάτι πάλι νέο, του ξαναδίνω ισχύ, το επαναλαμβάνω εκ νέου
νεοελλ.
1. κάνω κάτι πάλι καινούργιο, το παρουσιάζω με βελτιωμένη μορφή, φρεσκάρω
2. αντικαθιστώ κάτι που πάλιωσε με καινούργιο, ανακαινίζω
3. αναδιοργανώνω, αναδιαρθρώνω
4. (για συμβάσεις, γραμμάτια κ.λπ.) παρατείνω τη διάρκεια, την προθεσμία
5. γίνομαι πάλι νέος, ξανανιώνω
αρχ.
ανακαλώ στη μνήμη μου, ξαναζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνανεοῦμαι < ἀνα- + νεοῦμαι του νεῶ «ανακαινίζω, αλλάζω». Ο τ. ἀνανεῶ μεταγενέστερος.
ΠΑΡ. ανανέωσις (-η), ανανεωτής μσν.-νεοελλ. ἀνανέωμα.