ἀνατρεπτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A turning upside down, upsetting, ἐπιτήδευμα . . πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀ. Pl.R.389d; στομάχου Dsc.2.70; of the pulse (dub. sens.), Gal. 8.928, cf. 644; οἱ ἀ. διάλογοι Plato's refutative dialogues, as 'Euthydemus' and 'Gorgias', Thrasyll. ap. D.L.3.59, cf. Hermog.Meth. 10.
German (Pape)
[Seite 211] umkehrend, zerstörend, Plat. Rep. III, 389 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατρεπτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀνατρέπειν, καταστρεπτικός, πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀνατρεπτικόν τε καὶ ὀλέθριον Πλάτ. Πολ. 389D· οἱ ἀνατρεπτικοὶ διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, ὡς π.χ. ὁ Εὐθύδημος καὶ ὁ Γοργίας, Θράσυλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 59. - Ἴδε Ἱστ. Ἀρχ. Ἑλλ. Φιλολ. Δοναλσ. (μετάφρ. Βαλέτα) τόμ. Α΄, σ. 100 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui bouleverse ; στομάχου DIOSC qui soulève l’estomac ; fig. qui réfute.
Étymologie: ἀνατρέπω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I trastornado λογισμός Procop.Gaz.M.87.201B.
II 1que vuelca, que hace zozobrar c. gen. ἐπιτήδευμα εἰσάγοντα πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀνατρεπτικόν Pl.R.389d
•de la leche que revuelve στομάχου Dsc.2.70
•subst. τὸ ἀ. la capacidad de repeler del pulso, Gal.8.644, cf. 928.
2 refutatorio del diálogo platónico «Eutidemo», D.L.3.59, πεῦσις Hermog.Meth.10, cf. A.D.Coni.231.13.
III adv. -ῶς por refutación Epiph.Const.Haer.26.7.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνατρεπτικός, -ή, -όν)
1. ικανός να προκαλεί ανατροπή, καταστρεπτικός
2. (σε πλατωνικούς διάλογους) αυτός που επιχειρεί την ανασκευή, την αναίρεση
νεοελλ.
αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει κάτι.
Greek Monotonic
ἀνατρεπτικός: -ή, -όν, αυτός που έχει τη δύναμη να ανατρέψει κάτι, με γεν., σε Πλάτ.