άντζα

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek Monolingual

η (Μ ἄντζα)
1. η λακκούβα κάτω από το γόνατο, και επεκτ. η κνήμη
2. ο μηρός
3. το σκέλος
4. ο ταρσός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας παρά το πλήθος των προτεινόμενων ετυμολογικών ερμηνειών. Πιθανώς < ουσ. αντζί < αντίον «εργαλείο υφαντικού ιστού». Κατ΄ άλλους η λ. προήλθε από ουσ. αντζί < αντικνήμιον, με σύντμηση ή < γαλλ. anche «γλωττίδα» ή < (αρχ. γαλλ.) hanche «γοφός» ή < (αρχ. ουσ.) άγκη ή < επίρρ. άντα ή < πρόθ. αντί ή < ουσ. αντί ή < ιταλ. anca «γοφός» ή < (δημώδ. λατ.) < ancia ή < λατ. anta].