ἀπαράσημος
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
ον,
A not counterfeit, Hsch. II κατηγορία φόνου ἀ. with no defendant named, Antipho 2.1 tit.
German (Pape)
[Seite 279] unverfälscht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράσημος: -ον, ἀπαραποίητος, ἀκίβδηλος, Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 25. 2) = ἀπαρασήμαντος, Γραμμ.
Spanish (DGE)
-ον
1 no falsificado κάλλος Cyr.Al.M.75.955D, cf. Hsch.
2 que no tiene título, sin título de discursos, tít. de Antipho 2.1 tít., Lys.21.
Greek Monolingual
ἀπαράσημος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει παραποιηθεί, ακίβδηλος
2. «απαράσημος κατηγορία» — κατηγορία εναντίον αγνώστου.