αποκοπή

From LSJ
Revision as of 19:51, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

η (AM ἀποκοπή) αποκόπτω
1. το κόψιμο, η αφαίρεση με κόψιμο
2. (Γραμμ.) μορφή σίγησης φωνήεντος, η οποία υπάγεται στο φαινόμενο της αποβολής
μσν.- νεοελλ.
1. καθορισμένο ποσό, τιμή
2. αμοιβή
νεοελλ.
φρ.
1. «κατ' αποκοπήν» — με υπολογισμό της αμοιβής εκ των προτέρων
2. «παίρνω (κάτι) κατ' αποκοπήν» ή «το πήρα αποκοπή» — ασχολούμαι αποκλειστικά με κάτι
μσν.
εγγύηση
αρχ.
Ι. 1. αφαίρεση, απόσπαση
2. (για περιοχή) απότομο, απόκρημνο τέρμα
3. (για ασθένειες) απότομη εξάλειψη, θεραπεία
II. φρ.
1. «χρεῶν ἀποκοπή» — εξάλειψη των χρεών
2. «ῥυθμοῦ ἀποκοπή» — διατάραξη του ρυθμού
3. «ἐξ ἀποκοπῆς» — απότομα
4. «ἀποκοπή φωνῆς» — η απώλεια της φωνής.