ἁπαλύνω

From LSJ
Revision as of 21:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπᾰλύνω Medium diacritics: ἁπαλύνω Low diacritics: απαλύνω Capitals: ΑΠΑΛΥΝΩ
Transliteration A: hapalýnō Transliteration B: hapalynō Transliteration C: apalyno Beta Code: a(palu/nw

English (LSJ)

[ῡ],

   A soften, ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας, X.Eq.4.5, 5.5; make plump, opp. ἰσχναίνω, Hp.Art.50.    2 make tender or delicate, τοὺς πόδας ὑποδήμασι X.Lac.2.1:—Pass., to be softened, metaph., LXX4 Ki.22.19, Ps. 54(55).21.

German (Pape)

[Seite 277] erweichen, Hippocr.; Xen. re equ. 5, 5; verweichlichen, verzärteln, Xen. Lac. 2, 1; beruhigen, κῦμα άπαλύνεται γαλήνῃ Anacr. 44, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπᾰλύνω: μέλλ. ῠνῶ, (ἁπαλὸς) μαλακύνω, μαλάσσω, τοῦ ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας Ξεν. Ἱππ. 5. 5: παχύνω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰσχναίνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. 2) καθιστῶ τι ἁπαλόν, τρυφερόν, τοὺς πόδας ὑποδήμασι Ξεν. Λακ. 2. 1, πρβλ. Ἱππ. 4. 5: ― Παθ. μαλακύνομαι, μαλάσσομαι, μεταφορ. Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄ κβ΄, 19΄, Ψαλμ. νδ΄, 21).

French (Bailly abrégé)

1 amollir, assouplir;
2 rendre tendre ou délicat.
Étymologie: ἁπαλός.

Spanish (DGE)

I tr.
1 suavizar, ablandar ἀνθρώπου τε σάρκα καὶ ἵππου στόμα X.Eq.4.5, τὰς τρίχας X.Eq.5.5, ὕδωρ ἔλαιον (ac.) ἁπαλύνει Hippol.M.10.852B
fig. del corazón del pecador, LXX 4Re.22.19.
2 hacer delicado, afeminado τῶν παίδων πόδας ... ὑποδήμασι X.Lac.2.1, τὰς σάρκας ὥσπερ νηπίου LXX Ib.33.25.
3 hacer engordar por op. ἰσχαίνω: ἀναθρέψαι τὸ σῶμα καὶ ἁπαλῦναι Hp.Art.50.
II intr. en v. med. ablandarse de plantas, Horap.1.37
calmarse κῦμα θαλάσσης ... γαλήνῃ Anacreont.46.4.

Greek Monolingual

κ. απαλαίνωἁπαλύνω)
νεοελλ.
μτφ. ανακουφίζω, μετριάζω
καταπραΰνω
αρχ.
1. κάνω κάτι μαλακό, τρυφερό, μαλακώνω
2. κάνω κάτι παχύ
3. παθ. μτφ. καταπραΰνομαι, μαλακώνω.

Greek Monotonic

ἁπᾰλύνω: μέλ. -ῠνῶ (ἁπαλός
1. μαλακώνω, μαλάξω, σε Ξεν.
2. καθιστώ κάτι αβρό, τρυφερό, τοὺς πόδας, στον ίδ.