αποφαίνομαι

From LSJ
Revision as of 14:28, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποφαίνω κ. -ομαι)
(-ομαι)
1. εκφέρω γνώμη, λέω την άποψή μου
2. (για δημόσια αρχή) εκδίδω απόφαση, αποφασίζω
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. καθιστώ φανερό, αποκαλύπτω
2. γνωστοποιώ, παρέχω ενδείξεις
3. παριστάνω, παρουσιάζω
4. καταγγέλλω
5. παρουσιάζω λογαριασμό για κάτι ή πληρώνω χρήματα σύμφωνα με λογαριασμό
6. καθιστώ, κάνω κάποιον κάτι, διορίζω
8. φρ. «ἀποφαίνω παῖδας» — τεκνοποιώ
II. (-ομαι)
1. επιδεικνύω, παρουσιάζω
2. επιδεικνύομαι, κάνω επίδειξη
3. συμβουλεύω
4. ορίζω
5. φρ. «ἀποφαίνομαι γνώμην» — διακηρύσσω ή εκφέρω την γνώμη μου.