ἄρκευθος

From LSJ
Revision as of 17:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρκευθος Medium diacritics: ἄρκευθος Low diacritics: άρκευθος Capitals: ΑΡΚΕΥΘΟΣ
Transliteration A: árkeuthos Transliteration B: arkeuthos Transliteration C: arkefthos Beta Code: a)/rkeuqos

English (LSJ)

ἡ,

   A juniper, Juniperus macrocarpa, Hp.Nat.Mul.63, Theoc. 5.97, Nic.Th.584; ἀ. μεγάλη Dsc.1.75.    II Phoenician cedar, Juniperus phoenicea, Thphr.HP3.3.1, 3.12.3, AP6.253 (Crin.).    III prickly cedar, Juniperus oxycedrus, Musae.Fr.2D.    IV ἀ. μικρά dwarf juniper, Juniperus communis, Dsc.l.c.

German (Pape)

[Seite 353] ἡ, Wachholderbeerstrauch, iuniperus, Plut. Theocr. 1, 133 Crinag. 7 (VI, 253).

Spanish (DGE)

-ου, ἡ

• Morfología: [ép. gen. -οιο A.R.4.156]
bot.
1 n. de diferentes subespecies de enebro, cada, oxicedro, Juniperus oxycedrus L. subspp. macrocarpa y oxycedrus Hp.Nat.Mul.63, ἄ. μεγάλη Dsc.1.75, cf. A.R.l.c., ICr.4.184.16 (Gortina II a.C.), Musae.B 2
ἄ. μικρά Juniperus communis L., Theoc.1.133, 5.97, Dsc.1.75, Longus 1.20.3.
2 sabina negral, Juniperus phoenicea L., Thphr.HP 3.3.1, 8, AP 6.253 (Crin.).

• Etimología: De *H2erk- > ἀρκ- como lat. arcus, let. ẽrcis ‘enebro’.

Greek Monolingual

η (Α ἄρκευθος)
είδος αγκαθωτού θαμνοειδούς κέδρου (Juniperus, γιουνίπερος).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άρκευθος είναι ίσως ξένης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με τον τ. άρκυς «δίχτυ», επειδή τα κλαδιά του φυτού προσφέρονται για πλέξιμο. Ο τ. φέρει επίθημα -θος, που απαντά σε ονόματα φυτών (πρβλ. ασπάλαθος). Η λατινική ονομασία του φυτού είναι juniperus. Η σύνδεση με το λεττ. ē(r)zis «κέδρος» και το αρχ. ινδ. ŗksara- «ακίδα, αγκάθι» δεν είναι βέβαιη. ΠAP. αρχ. αρκεύθινος, αρκευθίς].

Russian (Dvoretsky)

ἄρκευθος: ἡ можжевельник Theocr., Plut., Diod.