ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
ἀφυής (-οῦς), -ές (Α) φυή
1. ο μη ευφυής, αυτός που δεν έχει φυσική ικανότητα ή διανοητική υπεροχή
2. αδέξιος, ανίκανος
3. αυτός που δεν έχει άρτια σωματική διάπλαση
4. απονήρευτος, άδολος.