Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βλεφαρίς

From LSJ
Revision as of 21:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλεφᾰρίς Medium diacritics: βλεφαρίς Low diacritics: βλεφαρίς Capitals: ΒΛΕΦΑΡΙΣ
Transliteration A: blepharís Transliteration B: blepharis Transliteration C: vlefaris Beta Code: blefari/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A eyelash, Ar.Ec. 402: mostly in pl., Id.Eq.373, X.Mem.1.4.6, Arist.PA658a11.    II = βλέφαρον, eyelid, Id.HA504a29.

German (Pape)

[Seite 449] ίδος, ἡ, Augenwimper, Ar. Equ. 373 Eccl. 402 Xen. Mem. 1, 4, 6 Arist. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βλεφᾰρίς: -ίδος, ἡ θρὶξ τοῦ βλεφάρου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 402· τὸ πλείστον πληθ. = τρίχες τῶν βλεφάρων, Λατ. cilia, ὁ αὐτ. Ἱππ. 373, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4. 6, Ἀριστ. Ζῴ. Μορ. 2.14,1, κτλ. ΙΙ. = βλέφαρον, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ.2.12,7.,3.11,7. κ. ἀλλ. [ὁ Δράκων σ. 45 λέγει ὅτι σχηματίζει τὴν γεν. εἰς -ῖδος παρ᾿ Ἴωσιν· ἀλλ᾿ οὐδὲν τοιοῦτο παράδειγμα εἶναι γνωστόν].

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
v. βλέφαρον.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
I 1pestaña βλεφαρίδ' οὐκ ἐσώσατο Ar.Ec.402
frec. plu. pestañas Ar.Eq.373, X.Mem.1.4.6, Arist.PA 658a11, Plu.2.659c, Gal.12.434, 450.
2 párpado βλεφαρίδων καμπυλότης Hp.Coac.214, μύουσι γὰρ τῇ κάτω βλεφαρίδι πάντες Arist.HA 504a29.
II agr. bollón, yema que echa una planta κρυμὸς γέγονε ... καὶ τὰς βλεφαρίδας τῶν ἀμπέλων ... ἀνέκοψεν Gr.Naz.Ep.57.1.

Greek Monolingual

η
βλ. βλεφαρίδα.

Greek Monotonic

βλεφᾰρίς: -ίδος, ἡ, βλεφαρίδα, τσίνορο, στον πληθ. βλεφαρίδες, Λατ. cilia, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.