διαθλώ
From LSJ
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
Greek Monolingual
(I)
(Α διαθλῶ, -άω) θλώ
1. σπάζω σε δύο μέρη, χωρίζω στα δύο
2. κατασυντρίβω
3. διαπερνώ, διασχίζω
4. φυσ. προκαλώ διάθλαση φωτεινής ακτίνας
5. ιατρ. συμπιέζω ζουλώ, συνθλίβω
αρχ.
θρυμματίζω.
(II)
(Α διαθλῶ, -έω) αθλώ
1. αγωνίζομαι απεγνωσμένα
2. αγωνίζομαι ακατάπαυστα μέχρι τέλους.