διασπαθίζω
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
English (LSJ)
= διασπαθάω (squander away, plunder, rob) 1, Lyd. Mag. 2.19 ; — Pass., ib. 1.36.
German (Pape)
[Seite 603] zerreißen, Lyd. de magistr.
Spanish (DGE)
hacer trizas, desbaratar, anular ref. a cargos τὴν πολίαρχον ἐξουσίαν Lyd.Mag.2.19, cf. Gloss.2.53, en v. pas. πολλοῖς καὶ μὴ συμφωνοῦσιν ἄρχουσι διασπαθιζόμενοι Lyd.Mag.1.36.
Greek Monolingual
1. καταφέρω πλήγματα με τη σπάθα, σπαθίζω
2. κατασπαταλώ.