δραματοποιός
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A dramatic poet, Heph.8.1, Ps.-Luc.Philopatr.13: metaph., melodramatic, δ. καὶ ποτνιαστής Phld.Herc.1457.12.
German (Pape)
[Seite 665] der Schauspiele verfertigt, der Schauspieldichter, Luc. Philop. 13; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱμᾰτοποιός: -οῦ, ὁ, δραματικὸς ποιητής, Ψευδολουκ. Φιλοπάτρ. 13.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
auteur dramatique.
Étymologie: δρᾶμα, ποιέω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 dramaturgode Aristófanes, Luc.Philopatr.13, τῶν δὲ δραματοποιῶν τὴν μὲν κωμῳδιοποιίαν οὕτως ἄσεμνον ἡγοῦντο καὶ φορτικόν Plu.2.348b, cf. Heph.8.1, Phld.Vit.12B.
2 autor de poemas dialogados de tipo erótico qui dramatopoeos erat, hoc est amatorias cantiones scripserat Pseudo Acro Sat.1.10.18.
Greek Monolingual
ο (AM δραματοποιός)
νεοελλ.
συγγραφέας δραματικών έργων, δραματογράφος
αρχ.
δραματικός ποιητής, ποιητής του θεάτρου.
Russian (Dvoretsky)
δραματοποιός: ὁ автор драматических произведений Luc., Plut.