ἐκπρορέω

From LSJ
Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπρορέω Medium diacritics: ἐκπρορέω Low diacritics: εκπρορέω Capitals: ΕΚΠΡΟΡΕΩ
Transliteration A: ekproréō Transliteration B: ekproreō Transliteration C: ekproreo Beta Code: e)kprore/w

English (LSJ)

   A flow forth from, c.gen., Orph.L.203,AP9.669 (Marian.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπρορέω: ἐκρέω ἔκ τινος μέρους, Ἀνθ. Π. 9. 669, Ὀρφ. Λιθ. 201.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couler en avant hors de, gén..
Étymologie: ἐκ, προρέω.

Spanish (DGE)

fluir, manar τρίψαντι γάλακτος ἐκπρορέει ... πανείκελος ἔνδοθεν ἰχώρ Orph.L.203, cf. Gr.Naz.M.37.1317A, c. gen. ὕδωρ ... πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων AP 9.669 (Marian.), en sent. fig. ISide 253.3 (I a./d.C.).

Greek Monolingual

ἐκπρορέω (Α)
(για πηγή) αναβλύζω από το εσωτερικό.

Greek Monotonic

ἐκπρορέω: μέλ. -ρεύσομαι, απορρέω, πηγάζω, αναβλύζω, ξεχύνομαι, σε Ανθ.